United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ορφανά μου τα παιδιά, σ' εσέ, ω θεά, ταφήνω να γίνης συ μητέρα τους, κι' όταν η ώρα έλθη δώσε στ' αγόρι σύζυγον, όπου να του ταιριάζη, και δώσε και της κόρης μου τον άνδρα, που της πρέπει. Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούν κ' εκείνα, όπως εγώ η δύστυχη, απάνω στον ανθό τους, αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροι στον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας».

Και τι μας γνοιάζει με ποιαν ηδονή πολεμά η ζωή να φέρη κανένα σε πειρασμό ή με τι πόνο γυρεύει να κολοβώση και ν' αφανίση την ψυχή κανενός, αν στη θέα της ζωής εκείνων που ποτέ δεν υπήρξαν βρήκε κανείς ταληθινό μυστικό της χαράς κ' έχυσε δάκρυα στο θάνατο εκείνων που, όπως η Cordelia κ' η κόρη του Brabantio, δεν μπορεί ποτέ να πεθάνουν; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Στάσου μια στιγμή.

Και οι εχθροί θα πούνε «Να εκείνος που δεν ήθελε ο ίδιος να πεθάνη και ζη μιαν άτιμη ζωή, αφού από ανανδρία έδωσε την γυναίκα του στον τόπο του. Είναι άνδρας αυτός, που τώρα εχθρεύεται και τους γονείς του ακόμη, γιατί δεν εδεχθήκανε για κείνον να πεθάνουνΑυτήν την φήμη εκέρδησα εκτός από την λύπη. Γιατί λοιπόν καλλίτερα να ζω, αφού θ' ακούω τα λόγια τα φαρμακερά κοντά στη συμφορά μου;

Η Γκριζέντα μου έχει ρέψει. Εκείνος δεν την θέλει να βγαίνει από το σπίτι, να πάει να δουλέψει, και αν την δει να κάθεται στο κατώφλι της λέει να μπει μέσα, και όταν η Γκριζέντα παραπονιέται της λέει: «Για χάρη σου θα κάνω να πεθάνουν οι θείες μου από λύπη και κυρίως η θεία Νοέμι». Δεν λέει τίποτε άλλο επειδή είναι καλός και έχει καλή ανατροφή, αλλά τα λόγια αυτά είναι σαν το φαρμάκι που τρώει τα σωθικά αθόρυβα

Πήρε το μαγικό κουδουνάκι, άκουσε μια τελευταία φορά το ντιν-ντιν, τώλυσε σιγά-σιγά. Έπειτα, από το ανοιχτό παράθυρο, τώρριξε στη θάλασσα. Οι αγαπημένοι δε μπορούσαν μήτε να ζουν μήτε να πεθάνουν ο ένας χωρίς τον άλλο. Ο χωρισμός δεν ήταν η ζωή ούτε ο θάνατος, αλλά ήτανε μαζύ και ο θάνατος και η ζωή. Γύρισε της θάλασσες, τα νησιά, και τους τόπους, για να διώξη την απελπισία του.

Ο Θεός μόνο να μη του δώση το κακά που είδανε τα μάτια μου. Μαζί να ζήσουν και μαζί να πεθάνουν, να μην ιδούνε χωρισμό τα μάτια τους. Ο Μοναχάκης κατέβαζε τα μάτια του. — Δεν παντρεύομαι εγώ, πατέρα. Εγώ θα γηροκομήσω με το Κυρατσώ. Τώχομε ειπωμένα. Το Κυρατσώ, η μεγαλύτερή του αδελφή, χηρεμμένη από χρόνια, που τον είχε αναστήσει στα χέρια της, τον χάιδευε στην πλάτη.

Όσοι γεννιούνται δε θα πεθάνουν όλοι μια μέρα; Ας παρακαλούμε μόνον να πέρνη ο Θεός τους πεθαμένους και να φυλάη τους ζωντανούς!... Αλλά κείνη δεν ήθελε ν' ακούση. Τρεις μέρες περίμενε, θέλοντας να πάη με τον αγαπητό της κύριο. Την τετάρτη, γέννησε ένα παιδί, ένα γυιό. Τον αγκάλιασε. «Παιδί μου, του είπε, πολύν καιρό είχα επιθυμία να σε ιδώ.

Εγώ μ' αυτά τα χέρια μου βεβαίως δεν θα σε θάψω, γιατί εγώ είμαι νεκρός για σένα. Αν σ' έναν άλλον χρωστώ το ότι ζωντανός είμαι ακόμα, εκείνον ωσάν πατέρα θα τιμώ και θα γηροκομούσα. Άδικα λεν οι γέροντες πως θέλουν να πεθάνουν και ότι βαρεθήκανε την μακρυνή ζωή τους. Μόλις φανή ο θάνατος πως θέλει να τους πάρη. όλοι ευθύς μετανοούν, και βρίσκουν πως το γήρας δεν είναι πια βαρύ γι' αυτούς.

Αλλά αποφάσισαν να πεθάνουν γενναία, όλοι εκτός από τον βαστάζο, που με δυνατή φωνή ρώτησε την Ζωηδία γατί θα έπρεπε να τιμωρηθεί για τα λάθη των άλλων, και ανακοίνωσε ότι αυτές οι κακοτυχιές δεν θα είχαν συμβεί αν δεν είχαν έρθει οι δερβισάδες που πάντα φέρνουν κακή τύχη. Τέλειωσε παρακαλώντας την Ζωηδία να μην μπερδεύει τους αθώους με τους φταίχτες και να του χαρίσει την ζωή.

Δέκα χιλιάδες δεινά πιο μαύρα απ' όσα με βρήκανε, μου φέρνει το αποκοίμισμά μου. Ε! Αινόβαρδε. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Τι διατάζει ο στρατηγός; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω από δω το γρηγορότερο. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα τότε πρέπει να σκοτώσουμε τις γυναίκες μας. Βλέπουμε πώς κάθε σκληρότητά μας τις θανατώνει· αν φύγουμε θα πεθάνουν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Αν υπάρχει λόγος σοβαρός, ας πεθάνουν οι γυναίκες.