United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να πήγε στον ντον Πρέντου», είπε στον Τζατσίντο. «Οι θείες σας είναι καλά; Να τους δώσετε πολλά χαιρετίσματα και να τις ευχαριστήσετε για το δώρο που έστειλαν στον αδελφό μου το Ρετόρο.» «Τα μαύρα δαμάσκηνα!», είπε μια λαίμαργη υπηρέτρια. «Η Νατόλια, ξύλο που της χρειάζεται, τα έφαγε όλα κρυφά.» «Εάν μου δώσετε και άλλα, ντον Τζατσί, θα κατέβω μαζί σας στο κτήμα» είπε η Νατόλια προκλητικά. «Και δεν έρχεσαι….», απάντησε εκείνος, η φωνή του όμως ήταν λυπημένη και, παρ’ όλο που η ηλικιωμένη κυρά νουθετούσε: «Καθένας με τους όμοιούς του πρέπει να κάνει συντροφιά, Νατόλια!», όταν βγήκε στο δρόμο άκουσε τις γυναίκες να γελούν μιλώντας γι’ αυτόν και την Γκριζέντα.

Τώρα όμως, στο σπίτι με τις θείες, είμαι όπως εκεί…. και δεν ξέρω…Μια φωνή που είχε κάτι το κοροϊδευτικό διέσχισε τη σιωπή της πλαγιάς, πάνω από τους δυο άντρες, και ο Τζατσίντο πετάχτηκε επάνω έκπληκτος νομίζοντας ότι κάποιος είχε ακούσει την ιστορία του και τον περιγελούσε.

Εγώ είμαι φίλος με όλους, γιατί να μην είμαι και με το θείο Πιέτρο; Οι θείες όμως ξέρουν ότι εκείνος θέλει ν’ αγοράσει το κτηματάκι. Τι φταίω εγώ; Μήπως εγώ θέλω να το πουλήσω;» «Κανείς δεν θέλει να το πουλήσει. Γιατί να μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα; Εσύ όμως, ψυχή μου, εσύ…. εσύ προχθές το βράδυ έλεγες το ένα, έλεγες το άλλο: έταζες τον ουρανό με τ’ άστρα, για να κάνεις ευτυχισμένες τις θείες σου.

Ποιος σου είπε ότι σκέφτομαι να ξαναγυρίσω εκεί;» «Έτσι απαντάς; Πες μου τουλάχιστον τι σκοπεύεις να κάνεις. Τις έχεις φέρει στο σημείο να ζητούν ελεημοσύνη, τις κακομοίρες τις θείες σου. Τι σκοπεύεις να κάνεις, λοιπόν;» «Θα τα πληρώσω όλα εγώ» «Εσύ; Πώς; Με υποσχέσεις! Α, φτάνει πια, για το Θεό! Τώρα δεν μπορείς να κοροϊδέψεις κανέναν, ξέρεις! Είναι καιρός να σταματήσεις.

Πρέπει να πληρώσω το χρέος από τις θείες μου!» «Θα το πληρώσεις με το να την παντρευτείς.» «Τόσα πολλά κληρονόμησεείπε ο Τζατσίντο γελώντας, αλλά ο Έφις τον κοίταζε σοβαρός και επανέλαβε δυο φορές: « Ήρθα να σου μιλήσω γι’ αυτό».

Πώς γίνεται όμως σ’ αυτό το χωριό να κερδίζει κανείς; Εσύ το ξέρεις, εσύ που απόμεινες έτσι… έτσι… φουκαράς….» «Οι θείες δεν θα δώσουν ούτε μια δεκάρα», συνέχισε ύστερα από μια μικρή παύση όλο αγωνία. «Υπάρχει βέβαια και η υπογραφή της θείας Έστερ. Αναγκάστηκα να την πλαστογραφήσω επειδή… η τοκογλύφος δεν με δάνειζε. Θα πληρώσω όμως, θα δεις∙ και αν δεν τα καταφέρω θα πάω φυλακή.

Οι θείες άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο λιγότερο συμφωνούσαν. «Να δουλέψει;», έλεγε η ντόνα Ρουθ, η πιο ήρεμη. Αφού το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί.

Κάποια απογεύματα ο Τζατσίντο κατέβαινε στο κτηματάκι για να μεταφέρει στο χωριό φρούτα και λαχανικά που οι θείες τα πουλούσαν στο σπίτι κρυφά λες και ήταν κλεμμένα, αφού δεν ταιριάζει σε γυναίκες ευγενικής καταγωγής να κάνουν τις μανάβισσες, και αυτό ήταν το πιο χρήσιμο πράγμα που έκανε. Τον υπόλοιπο καιρό τον περνούσε τεμπελιάζοντας εδώ κι εκεί στο χωριό.

Κάποιες γυναίκες πετάχτηκαν προς τα πίσω, μερικές έβαλαν τα γέλια σηκώνοντας το πρόσωπο για να τον δουν. «Το συνηθίζουν στον τόπο σου; Μας μπέρδεψε με την ντόνα Έστερ και την ντόνα Ρουθ! Νομίζει πως είμαστε όλες θείες του!»¨ Ο Έφις, στο μεταξύ, αφού κατέβασε τα μαξιλάρια, τα κουβάλησε μέσα στην άδεια καλύβα περνώντας λοξά από το στενό πορτάκι.

Λίγο καιρό μετά η Λία ξαναέγραψε αναγγέλλοντας τη γέννηση του Τζατσίντο. Εκείνες έστειλαν ένα δωράκι στον μικρό τους ανιψιό, αλλά δεν έγραψαν στη μητέρα. Και τα χρόνια πέρασαν. Ο Τζατσίντο μεγάλωνε και κάθε χρόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα έγραφε στις θείες του και οι θείες του έστελναν ένα δώρο.