United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του φαινόταν πως περπατούσε μαζί της επάνω στην άμμο κατά μήκος του ποταμού, κάτω από το φεγγάρι: πήγαιναν, πήγαιναν σιωπηλοί, φρόνιμοι. Έφτασαν στη δημοσιά πλάι στο γεφύρι. Εκεί κάτω το όραμα μπερδευόταν. Υπήρχε ένα κάρο και επάνω του καθόταν η Λία, κρυμμένη ανάμεσα σε σάκους.

Έφθασε στον ΆιΛιά ως δύο ώρας προ της μεσημβρίας. Τα πελώρια πλατάνια εφυσώντο κ' εσείοντο κυρτά επί της πλατείας, σκεπάζοντα όλην την έκτασιν, νανουρίζοντα την μεγάλην δίκρηνον βρύσιν.

Ο υπηρέτης έταξε σκοπό στη ζωή του να υπηρετήσει με πλήρη αφοσίωση τις τρεις γυναίκες που απόμειναν μόνες και απροστάτευτες, επειδή πιστεύει πως έτσι θα εξιλεωθεί από μια παλιά κρυφή ενοχή που τον βαραίνει: σκότωσε άθελά του το αφεντικό του, στην προσπάθεια να φυγαδεύσει στη Ρώμη μαζί με τον εραστή της την τέταρτη αδελφή, τη Λία, που αγαπούσε κρυφά χωρίς ανταπόκριση.

Κοιμήσου». Το παιδί χασμουρήθηκε. «Η γιαγιά μου όμως λέει ότι όταν πέθανε η ντόνα Μαρία Κριστίνα, η παλιά, καλή κυρά σας, σαν να έπεσε ανάθεμα στο σπίτι σας. Είναι αλήθεια ή όχι;» «Κοιμήσου, σου λέω, δεν είναι ώρα .....». «Ε, αφήστε με να μιλήσω! Και γιατί το’ σκασε η ντόνα Λία, η μικρή σας κυρά; Η γιαγιά μου λέει ότι εσείς το ξέρετε, ότι τη βοηθήσατε να το σκάσει, τη ντόνα Λία.

Όχι, εκείνη δε χόρευε, δε γελούσε, της ήταν αρκετό όμως να βλέπει τους άλλους να διασκεδάζουν επειδή είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε κι εκείνη να πάρει μέρος στο πανηγύρι της ζωής. Τα χρόνια όμως περνούσαν και το πανηγύρι της ζωής γινόταν μακριά από το χωριουδάκι, κι έτσι η αδελφή της η Λία, για να μπορέσει να πάρει μέρος σ’ αυτό, το ’σκασε από το σπίτι...

Ο Έφις δίπλωνε προσεχτικά τον σκούφο του. «Πρώτα ο Θεός, φέτος οι κυράδες μου θα πάνε στο πανηγύρι…. για να προσευχηθούν και όχι για να διασκεδάσουν….» «Χαίρομαι που τ’ ακούω. Πες μου κάτι, εάν επιτρέπεται: είναι αλήθεια ότι έρχεται ο γιος της Λία; Το λέγανε σήμερα εδώ, στο μαγαζί

Όσο η ζεστή σκιά του σπιτιού σκέπαζε την αυλή κι η μυρωδιά του φλόμου έφτανε από τον κάμπο, τόσο πιο έντονα θυμόταν την φυγή της Λία. Να, είναι ένα δειλινό σαν κι αυτό∙ το λευκοπράσινο Βουνό γέρνει πάνω από το σπίτι, όλος ο ουρανός χρυσίζει. Η Λία είναι στις επάνω κάμαρες και πηγαινοέρχεται σιωπηλή.

Αλλά κι εκείνη, η Βασίλισσα του Σαβά, δεν ήταν ευχαριστημένη… Η Νοέμι θα τον βαρεθεί κι εκείνη το χρυσό σταυρό της και θα θελήσει να φύγει μακριά, όπως η Λία, όπως η Βασίλισσα του Σαβά, όπως όλοι…» Αυτό όμως δεν του έκανε καμία έκπληξη πια∙ να πάει κανείς μακριά, πρέπει να πάει κανείς μακριά, σε άλλα μέρη, όπου υπάρχουν πράγματα σπουδαιότερα από τα δικά μας. Κι εκείνος ετοιμαζότανε για εκεί.

Κι όμως, θυμόταν εκείνο το γέλιο, εκείνο το πρόσωπο σκυμμένο επάνω του, εκείνη τη σκιά κι εκείνο το τρεμάμενο φως τριγύρω, και η καρδιά του χτυπούσε, χτυπούσε και πήγαινε να σπάσει. Η Λία, όπως ήταν τη νύχτα της φυγής, στεκόταν μπροστά του. «Κάτι ακόμη και τελειώσαμε.

Πρόγγα, ωρέ Λιά, την κότσινα που ξυέταιτα πολιούρια· Ιστ ιστ, διαβολοπρόβατο. Εά! δε μ' ακούει το έρμο, Μόχτα, ωρέ Λιά, και μάδεψε· φυλάξου απ' το βαρβάτο. Η νυφοθυγατέρες του κερνούν τους κουρευτάδες. Κερνούν παγούδα, ανθότυρο κερνούν αφρό γαλάτου.