United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις δίπλωνε προσεχτικά τον σκούφο του. «Πρώτα ο Θεός, φέτος οι κυράδες μου θα πάνε στο πανηγύρι…. για να προσευχηθούν και όχι για να διασκεδάσουν….» «Χαίρομαι που τ’ ακούω. Πες μου κάτι, εάν επιτρέπεται: είναι αλήθεια ότι έρχεται ο γιος της Λία; Το λέγανε σήμερα εδώ, στο μαγαζί

Σα φτάσανε στην πόρτα του περιβολιού, ένας άνθρωπος ηλιοκαμμένος, με παλιά, μπαλωμένα ρούχα, με το περπάτημα το αργό και βαρύ των γεμιτζήδων, ζύγωσε διακριτικά την Παυλίνα, έβγαλε το σκούφο του και την αρώτησε σιγαλά, αν είναι αυτή η γυναίκα του δυστυχισμένου του Παύλου. Η Παυλίνα τον αποπήρε. — Τι θέλεις από μένα; του είπε.

Έτσι είπαν, και τα φοβερά φορέσανε άρματά τους. 254 Κι' έδωκε στου Τυδιά το γιο ο άξιος Θρασυμήδης 255 δίστομο λάζοτι άφισε στα πλοία το δικό τουκι' ασπίδα, και του φόρεσε έναν ταβρήσο σκούφο με δίχως φούντα ή χάλκινα στεφάνια, π' απλοσκούφι τον λεν και των παλικαριών γλυτώνει τα κεφάλια.

Αλλά ο Έφις βγήκε από το μαγαζί με το κεφάλι ψηλά, με το σκούφο στη μασχάλη, και απομακρυνόταν δίχως να απαντήσει. Κεφάλαιο τρίτο Άδικα όμως τις μέρες που ακολούθησαν και για εβδομάδες οι αδελφές Πιντόρ περίμεναν τον ανιψιό.

Ήθελε ν’ αγοράσει έναν καινούργιο σκούφο για να τον υποδεχτεί και έτσι κατέβηκε στο μαγαζί του Μιλέζου, συμβιβασμένος ακόμη και με την ιδέα να χαιρετήσει τον άνθρωπο που καθόταν στο παγκάκι. Ήταν ο ντον Πρέντου, ο πλούσιος συγγενής των κυριών του.

Έβγαλε το σκούφο του όπως κάνει ο μετανοών. «Ντόνα Νοέμι, συγχωρείστε με! Πίστευα ότι έκανα το καλό… σκεφτόμουν: όταν δεν θα υπάρχω εγώ, εκείνες θα έχουν τουλάχιστον κάποιον να τις υποστηρίζει….» «Εσύ; Εσύ; Εσύ δεν είσαι παρά ένας υπηρέτης! Δεν μας το συγχωρείς που είμαστε από αρχοντική γενιά και θέλεις να μας δεις να ζητιανεύουμε με το δισάκι σου.

Εφτύς στους ώμους κρέμασε το γυριστό δοξάρι, κι' έβαλε στο κορμί προβιά ψαροτριχάτου λύκου, και σκούφο νιφιτσόπετσο στην κεφαλή, και πήρε 335 το κοφτερό κοντάρι του. Έτσι κινά απ' τον κάμπο κατά τα πλοία... όμως γραφτό δεν τούταν να γυρίσει και των οχτρών στον Έχτορα να πάει μαντάτα πίσω. Έτσι το πλήθος των αντρών αφίνοντας κι' αλόγων, παίρνει τη στράτα πρόθυμος.

Ξανατράβηξε το σκούφο από το κεφάλι του και άρχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπό της, τρελός από απελπισία. «Α, καταραμένη να ’σαι….. α, που να σε δω κρεμασμένη…. α, τι έκανες

Ο Κακαμπός πούχε δη πολλά τέτια, δεν τάχασε καθόλου. Πήρε το ράσο του Ιησουίτη, μα όπως του τόβγαζε, άρχισε να κλαίη. Αλλοίμονο! ό,τι φορούσε ο βαρώνος, το φόρεσε του Αγαθούλη, τούδοσε τον τετράγωνο σκούφο του σκοτωμένου και τον ανέβασε στο άλογο. Όλ' αυτά γίνανε σ' ένα λεφτό.

Πρώτη φορά ήτανε τάχατες που τώκανε; Ποιος να τονέ βαστάξη τρελλόν άνθρωπο; Έβαλε το σκούφο του και λέει της μάννας του: «Αφίνω γεια, μάννα. Στη θάλασσα ξαναγυρίζω. Πάλε γεμιτζής. Παληά μας τέχνη κόσκινο». Κ' έφυγε γελώντας. Πού να βάλη με το νου της κ' η δυστυχισμένη η μάννα του το τι μελετούσε μέσα του...