United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πρώτο, που έκαμε, ήτανε να ρωτήση, αν ήτανε γυναίκα του λοχαγού. Το ύφος με το οποίον έκαμε την ερώτηση αυτή, ανησύχησε τον Αγαθούλη. Δεν τόλμησε να πη, πως ήτανε γυναίκα του, γιατί πραγματικά δεν ήτανε· δεν τόλμησε να πη, πως ήταν αδερφή του, γιατί επίσης δεν ήτανε.

Ο Κύριος βαρώνος του Τούντκρ-τεν-τρονκ πέρασε πλάι από το παραβάν, και βλέποντας αυτήν την αιτία κι' αυτό το αποτέλεσμα, έδιωξε τον Αγαθούλη από τον πύργο με δυνατές κλωτσιές στον πισινό· η Κυνεγόνδη λιποθύμησε· μόλις συνήλθε μπατσίστηκε από την κυρία βαρωνέσσα: και όλα έγιναν θλιβερά μέσα στο ωραιότερο και ευχαριστότερο παλάτι, που ήταν δυνατό να υπάρξη.

Σε κανένα του άλλο έργο δεν εξεδήλωσε τόσο άφθονη, τόσο πηγαία, τόσο σπαρταριστή αυτή του τη βέρβα. Μας παρουσιάζει μ' ένα ύφος γρήγορο και άνετο την αλλόκοτη και αξιοδάκρυτη μαζί Οδύσσεια του Αγαθούλη, αυτού τον δυστυχισμένου μεταφυσικού, που μπροστά στις τραγικότερες περιπέτειες μπορεί να συλλογίζεται περί αιτίας και αποτελέσματος.

Οφείλετε τώρα να πεισθήτε, είπε ο Κακαμπός, πως είνε αλήθεια, και βλέπετε, πώς τη θεωρούν όσοι δε λάβανε κάποια μόρφωση. Μα ό,τι φοβούμαι είναι, μήπως αυτές οι κυρίες μας σκαρώσουνε καμιάν άσκημη δουλειά. Αυτές οι βάσιμες σκέψεις αναγκάσανε τον Αγαθούλη ν' αφήση το λειβάδι και να χωθή μέσα σ' ένα δάσος.

Έτσι η Πακέττα άνοιγε την καρδιά της στον καλόν Αγαθούλη, μέσα σ' ένα δωμάτιο, μπροστά στο Μαρτίνο, ο οποίος έλεγε στον Αγαθούλη. — Βλέπετε, πως έχω κερδίσει έως τώρα το μισό στοίχημα. Ο αδελφός Γαρουφάλης είχε μείνει στην τραπεζαρία κ' έπινε από λίγο- λίγο προσμένοντας το δείπνο.

Η Κυνεγόνδη δεν ήξερε, πως είχε ασκημήνει, γιατί κανείς δεν της τόχε πει: θύμισε στον Αγαθούλη τις υποσχέσεις του μ' ένα τόνο τόσο απόλυτο, που ο καλός Αγαθούλης δεν τόλμησε ν' αρνηθή. Δήλωσε λοιπόν στο βαρώνο, πως θα παντρευότανε την αδερφή του.

Ομολογώ, πως αν ήμουνα στη θέση σας, δε θάχα κανένα δισταγμό να παντρευτώ τον κύριο Κυβερνήτη και να κάμω πλούσιο τον κύριο λοχαγόν Αγαθούλη. Ενώ η γριά μιλούσε μ' όλη τη φρόνηση, που η ηλικία και η πείρα δίνουν, βλέπουνε να μπαίνη ένα μικρό καΐκι στο λιμάνι· έφερνε ένα δικαστή και αστυνόμους· να τι είχε συμβή.

Ο Κακαμπός εξηγούσε τα καλά λόγια του βασιλιά στον Αγαθούλη κι' αν και μεταφρασμένα, φαινόντανε πάντα καλά λόγια. Απ' όλα, που θαύμασε ο Αγαθούλης, αυτό δεν ήτανε το λιγώτερο εκπληχτικό. Πέρασαν ένα μήνα φιλοξενούμενοι έτσι.

Ευλογητός ο Θεός! φώναξε· αφού είναι γερμανός, μπορώ να του μιλήσω. Ας τον φέρουνε στη φυλλωσιά μου. Αμέσως φέρνουνε τον Αγαθούλη σ' ένα κιόσκι με κολόννες από πράσινο και χρυσό μάρμαρο και με καφάσια, πούχανε μέσα παπαγάλους, κολύβρια, φραγκόκοττες κι' όλα τα σπανιώτερα πουλιά.

Θα σας κάνω το διερμηνέα, λέγει στον Αγαθούλη. Ας μπούμε· είναι ταβέρνα. Ευθύς δυο γκαρσόνια και δυο κοπέλλες του ξενοδοχείου, ντυμένοι χρυσά φορέματα, με μαλλιά δεμένα με κορδέλλες, τους προσκαλούνε να κάτσουνε στο τραπέζι.