Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Στάσου με καλήν καρδίαν, τον αντίκοψεν η Κυρά, και στοχάσου πως εδώ ήλθες διά να αγοράσης μίαν σκλάβαν. Ας υπάμεν το λοιπόν όλοι μαζί να καθήσωμεν εις το τραπέζι, και ελπίζω η συντροφιά μας να σε χαροποιήση.

Έλαμπε το φεγγάρι, και θωρώντας την ομορφιά εκείνη ολόγυρά μου, συλλογιούμουν αν είταν αλήθεια αυτό που έτρεξε κάτω στο τραπέζι, α γίνεται να ζη στον κόσμο Ρωμιός που να λέη τέτοια λόγια με την καρδιά του. Είμουνα σαστισμένος.

Ο κόσμος όλος, από τον Παπά και κάτω, με ψεύτικα σκαρώματα πολεμούσε να τον καταπείση πως έλαμπε ακόμα ολόστεκη η τιμή του, που αυτός την ήξερε βουτημένη στην κοπριά. Κάθισε στο τραπέζι, έκαμε πως έφαγε, έκαμε πως ήπιε, να περάσ' η βραδιά.

Αφού είδε κι άκουσε αυτά, σηκώνεται χάραμα· κι άμα επρόσταξε να ετοιμαστή πλούσιο τραπέζι από ό,τι βγάνει η γις, η θάλασσα κ' οι λίμνες και τα ποτάμια, εκαλούσε όλους τους Μιτυληνιούς αρχόντους. Κι όταν πια ήτανε νύχτα κ' είχε γεμιστή το κροντήρι, που κάνουνε με δαύτο σπονδές στον Ερμή, ένας δούλος φέρνει μέσα σε δίσκο ασημένιο τα σημάδια· κι αρχίζοντας από δεξιά τάδειχνε σ' όλους.

Ο παππά Συνέσιος αγρυπνούσε μονάχος. Η μάννα του είχε τραβηχτή στην κάμαρά της, το δε καλογεράκι, αφού τον υπηρέτησε στο τραπέζι, επήγε κι' αυτό να κοιμηθή κατά διαταγή του. Για να μην του αποφαίνεται η ώρα επήρε ένα μάτσο κλειδιά κ' εκάθησε κοντά στο παράθυρο για ν' ακούη καλλίτερα κάθε εξωτερικό κρότο.

Η ψυχή τους ολόκληρη πετούσε πάνω στη γλώσσα τους, άκουε μέσα στ' αυτιά τους και σπιθοβολούσε στα μάτια τους. Κι' όπως ήσαν Γερμανοί, μείνανε πολύ στο τραπέζι, περιμένοντας τον αιδεσιμώτατο πατέρα της επαρχίας. Κι' ο διοικητής μίλησε ως εξής τον αγαπημένο του Αγαθούλη. &Πώς ο Αγαθούλης σκότωσε τον αδερφό της αγαπητής του Κυνεγόνδης&

Όταν τελείωσε το φαγί, ο Κακαμπός νόμισε, καθώς κι' ο Αγαθούλης, ότι πληρώσανε καλά το λογαριασμό τους, ρίχνοντας απάνω στο τραπέζι δύο απ' αυτά τα πλατιά κομμάτια του χρυσαφιού, πούχαν μαζέψει. Ο ξενοδόχος κ' η ξενοδόχα σπάσανε στα γέλια και βαστούσανε πολλιώρα τα πλευρά τους. Τέλος συνήλθανε.

Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει• του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι• ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα• και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, 65 μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι, και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•

Ύστερα ο κλονισμός που είχε νοιώσει στη θέα της λουρίδας της γυναικείας κνήμης άρχισε να πλημμυρίζει την ύπαρξή του, και να τον σέρνει σε μια ακατανίκητη ανάγκη να μιλήσει και να νοιώσει κοντά του, δική του τη γυναίκα. Έτρεξε στο ντουλαπάκι του, πήρε τ' απαιτούμενα και κάθισε σ' ένα πάγκο μπροστά στο τραπέζι του συσσιτίου, για να γράψει.

Όποιος κι αν είταν ο λόγος που δεν πείραξε τους Αθηναίους, βέβαιο πως δεν είταν από παλικαριά τους, αφού μας το είπε καθαρά ένας σύχρονος πως για άλλο δεν μπορούσε η Αθήνα τότες να παινεθή παρά για το μέλι της. Σαν πήρε λοιπόν κ' έδωκε «όρκους», μπήκε στην πόλη και λούστηκε, και κάθισε στο τραπέζι με τους προυχόντους.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν