Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Δεν άφησα να βγάλουν τα παιδιά, να τα βάλουνε σε χωριστό τραπέζι. Μια φορά να πέση πουθενά ο θάνατος, πέφτει πέφτει κι ανασαμό δεν έχει. Ένα χρόνο, έναν αλάκαιρο χρόνο, έκαμε ο Χάρος βίγλα τριγύρω στο σπίτι και τώρα εμένα θαρπάξη. Μη! Μη! Πότε φέγγει; Στις πέντε. Στις πέντε, πεθαμμένος. Τέλειωσε, πάει!
Κάτω από το τραπέζι στέκανε δυο ξύλινα άλογα το ένα με τη χήτη μαδημένη, και μπρος στο τραπέζι είτανε μια μικρή, χαμηλή ξύλινη καρεκλίτσα, που την είχαμε χαρισμένη του Σβεν και κείνος την έπερνε μέσα στις κάμαρες όταν είτανε πολύ χαρούμενος κ' ήθελε να βάλη τη μαμά να του πη παραμύθια.
Αφτόν τον βρήκε μέσα εκεί, μα λείπανε οι συντρόφοι, και μόνοι αφτοί είχανε δουλιά κοντά του, ο Αφτομέδος κι' ο κλώνος τ' Άρη ο Άλκιμος· τι είχε τελιώσει μόλις 475 το δείπνο, μάλιστα έστεκε και το τραπέζι ακόμα.
Τον εχαιρέτησα όπως συνειθίζω και τον είπα αφέντην και αμέσως ετράβηξα για να μη περπατώ μαζή του, όπως ήμουν κακοντυμένος, και τον ντροπιάζω• αυτός όμως μου φώναξε και μούπε• Μίκυλλε, σήμερον έχω τραπέζι, γιατί εορτάζω τα γενέθλια της κόρης μου, κι' εκάλεσα πολλούς από τους φίλους μου.
Ο Καπετάν Πρέκας δεν πήγε από το θέλημα του Θεού. Σκοτώθηκε μοναχός του! Και κτυπούσε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι του μαγαζιού ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Το «Μακαρίτης» ήτανε παρατσούκλι, που τούχε κολλήσει από χρόνια του Γιάννη του Σκαρπαλέντζου. Κανένας δεν τον γνώριζε πια με ταληθινό του τόνομα. Ο Γιάννης ο Καλαφάτης κι' ο Γιάννης ο Μακαρίτης! Έτσι τον ξέρανε.
Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν.
Δεν μπορώ να λησμονήσω την αγωνία, που με κυρίεψε τον καιρό αυτό. Η αγωνία μου ερχότανε τη νύχτα, όταν καθόμουνα μόνος μπρος στο τραπέζι μου. Με ακολουθούσε, σαν πήγαινα να ησυχάσω, και κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού μέσα στο σκότος, εκεί που έμενα άγρυπνος κι ακροαζόμουνα την αναπνοή της γυναικός μου για να βεβαιωθώ πως κοιμάται. Μια σιωπή, παράξενη σιωπή βασίλευε αναμεταξύ μας τον καιρό αυτό.
Κάθουνται σ' ένα τραπέζι γύρω, φορτωμένο από φαγιά και πιοτά. Η ομιλία τους είνε πολύ σοβαρή. — Εκείνα που σου λέου, Κεριάκο, είνε τα καλά και τ' άγια· στην υγειά σου. — Για να ης, γούμενε, — Το λόγο σου τον έχω τόσον καιρό τώρα και δεν ακούω πλιο πρόφασες. — Ναι, μα το λόγο μου τον ήδωκα πρώτα του Κοντοπάνη.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Δεν είναι δυο λεπτά. Χτυπήθηκε μ' ένα πιστολάκι στο στήθος. Τρεχάτε γιατρέ. Προφθάστε! ΦΩΝΕΣ — Γιατρέ! Προφθάστε γιατρέ. Κάτω απ' τα δέντρα ένα τραπέζι του φαγητού στρωμένο. Νύχτα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Δε θαργήσης, Τάσσο. ΦΛΕΡΗΣ — Πάω να ιδώ μια στιγμή την προκομένη μου. Αν τηνέ καταφέρω να κατεβή κάτω, πάει καλά. Ειδεμή θα γυρίσω αμέσως. ΜΙΣΤΡΑΣ — Έλα, μπράβο! Όσο για τη Δώρα μην ανησυχής.
Η Ανθούλα ήτο χαϊδευμένη μοναχοκόρη. Φαντάζεσθε πόσας ετοιμασίας έκαμαν οι γονείς της διά να υποδεχθούν τας φίλας της. Το μεγάλο αρχοντικό της σπίτι ευρίσκετο εις το παραθαλάσσιον· ο κήπος οπίσω ήτο απέραντος. Εις το ευρύχωρον δώμα επάνω εις την θάλασσαν είχε στρωθή το τραπέζι με όλων των ειδών τα οπωρικά και τα γλυκίσματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν