United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγαπημένη μου γυναίκα, άλλη ελπίδα εις ημάς δεν είνε, παρά να προστρέξης εις τον βεζύρην και ελπίζω ότι αυτός να μας κάμη δικαιοσύνην· ειδέ και αυτός δεν μας υπακούση, δεν είμεθα πλέον διά τον κόσμον· Την ερχομένην ημέραν η Αροούγια μπουλωμένη επήγεν εις τον βεζύρην, τον οποίον ευρίσκοντάς τον μοναχόν του ανήγγειλε την υπόθεσιν, που την εβίαζε να προστρέξη προς αυτόν.

Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη χίλιες κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να τες ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας.

Τότε η Αροούγια τάχατε όλη φοβισμένη άρχισε να τρέμη και να λέγη προς τον Χόντζαν. Αν, αγαπημένε μου Ισμαήλ, είμασθε χαϊμένοι· σήκω το γληγορώτερον να σε κρύψω· διατί αν σε ιδή ο άνδρας μου εδώ μαζί με εμένα μας θανατώνει και τους δύο.

Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι άλλοι δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους λοιπούς διά να τους κάμουν το όμοιον.

Η Αροούγια εχαμογέλασεν επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά του, και να σταθή με ελευθερίαν.

Τον καιρόν δε που ήτον άρρωστος, ενθυμήθη κατά τύχην, που είχε δανείσει ένα Χόντζα χίλια φλωριά, και ούτω κράζει την γυναίκα του και της λέγει· ω ακριβή μου Αροούγια, δεν κάνει χρεία με όλον τούτο να απελπισθούμεν· ενθυμούμαι που εδάνεισα χίλια φλωριά του Χόντζα Ισμαήλ· ύπαγε προς αυτόν, και ειπέ του πως τον περικαλώ να μας τα επιστρέψη, επειδή έχομεν χρείαν μεγάλην.

Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν.

Και την ιδίαν στιγμήν που εμβήκεν εις αυτό γίνεται μία βοή και θόρυβος· και ύστερον από ολίγον γυρίζει η Αροούγια πολλά έντρομη λέγοντάς του Κατή· αφέντη, ημείς είμεθα χαμένοι· ένας σκλάβος μας σε είδε που εμβήκες εις το σπήτι μου, και επήγε και το είπε του ανδρός μου· ο οποίος θέλει να έλθη εδώ να ζητήση ανίσως και είναι αλήθεια· Εγώ επάσχισα με κάθε τρόπον να τον εμποδίσω, μα δεν ημπόρεσα να τον καταπείσω· και ούτως έστειλε και έκραξε τους εδικούς του και έρχονται μαζί διά να σε εύρουν, να σε θανατώσουν σήκω το λοιπόν ογλήγορα και έλα μαζί μου διά να μη μας καταλάβουν.

Εγώ λαμβάνοντας δυσκολίαν εις το να πιστεύσω τα όσα η Αροούγια μου εδιηγήθη, της είπα· μη θαυμάζης πως εγώ δεν σε πιστεύω εις όλον αυτό που μου είπες, διατί γνωρίζω πως ο Χότζας είναι αδύνατον να αρνηθή αυτήν την ποσότητα· και ότι ο Κατής και ο Βεζύρης να μη σου κάνουν δικαιοσύνην και να φερθούν με αυτόν τον τρόπον με εσένα, τον καιρόν που τους εδιάλεξα να κάμνουν εις τον λαόν.

Η Αροούγια μου είνε εκατόν φορές ακριβωτέρα από τον πλούτον όλου του κόσμου και από τούτο στοχάσου ω βασιλέα μου, πόση είνε η αγάπη που εις αυτήν προσφέρω, επειδή και γνωρίζω πως είνε μία από τες πλέον τιμημένες γυναίκες όλου του κόσμου, και με αγαπά περισσότερον και από του λόγου της.