United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφθασε το λοιπόν η διορία που το μετζίλι έμελλε να έλθη από την Κογέντα, και αυτοί τότε εμπήκαν εις την μεγαλύτερην θλίψιν και ευθύς που ήλθεν αυτή η φοβερά ημέρα, ο Κουλούφ εσηκώθη από το κρεββάτι διά να οδεύση προς τον θάνατον. Και θεωρώντας την γυναίκα του με μάτια γεμάτα από θλίψιν και απελπισίαν, της είπε με φωνήν τρομασμένην.

Εστάθη πλησίον της μεγάλης κρήνης, εις την διασταύρωσιν δύο λεωφόρων, κατήλθεν εκ του τεθρίππου, έκαμε νεύμα εις τους συνοδούς του και ανεμίχθη εις το πλήθος διά να παρατηρήση τα θύματα ή διά να αστειευθή με τον Χίλωνα, του οποίου το πρόσωπον απεκάλυπτε βαθείαν απελπισίαν. Την στιγμήν εκείνην παρετήρει μίαν παρθένον, της οποίας ο κόλπος ήρχισε να σπινθηρίζη εις την φλόγα.

Η φήμη αυτού εμεγαλύνθη εν βραχυτάτω χρόνω και το όνομα του Αμπελογιάννου αντηχούν απ' άκρου εις άκρον, διέσπειρεν απελπισίαν και τρόμον παρά τοις οθωμανοίς, οίτινες βλέποντες καταστρεφομένην την κυριαρχίαν αυτών συνεκέντρωσαν μεγάλας δυνάμεις και επετέθησαν φοβούμενοι μη εκ του παραδείγματος εκείνου προκύψη παντελής όλεθρος. Διήρκεσεν ο αγών επί πολύ αιματηρός, φονικώτατος.

Ώστε αν όχι διά την αγάπην, αλλά διά την απελπισίαν εγνώριζα ότι θα απέθνησκεν ευθύς, διότι θα ενόμιζε την ζωήν πλέον ανωφελή, αφού θα έχανε την ασφάλειαν την οποίαν του παρείχεν ο υιός του. Με όλα λοιπόν συγχρόνως τον επολιόρκησα, με την φυσικήν αδυναμίαν, την λύπην, την απόγνωσιν, τον φόβον, την διάψευσιν των ελπίδων του διά το μέλλον.

Αχ πατέρα μου, του είπε τι είναι αυτό που θέλεις να κάμης, εις τι απελπισίαν εδόθης; στοχάζεσαι με αυτό να φύγης το γραπτόν σου; δεν ηξεύρεις που με την υπομονήν όλα αποκτώνται, και εκείνο που εις τον Ουρανόν είνε γραμμένον, θέλει να πληρωθή; ποίος ηξεύρει ύστερα από τούτα τα βάσανα, τι καλό μας απαντυχαίνει; και μήπως και το κάνει αυτό ο ουρανός διά να δοκιμάση την υπομονήν μας.

Ει δε, με βλέπεις; μεταξύ εμού και του καϋμού μου θα έλθη το μαχαίρι μου κριτής να γείνη τώρα· απ' την απελπισίαν μου αυτό θα με γλυτώση, εάν δεν εύρ' η πείρα σου κ' η τέχνη σου τον τρόπον να μου γλυτώση την τιμήν. Ειπέ να σε ακούσω. Εάν δεν έχης ιατρικόν, ειπέ το, ν' αποθάνω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Κόρη μου, στάσου. Μιαν μικρήν ελπίδα μισοβλέπω.

Εξηγών την μαύρην απελπισίαν, ήτις χρωματίζει αρκετά ταχέως τα έργα του Μυσσέ, ο Ταιν λέγει: «Εζήτει πάρα πολλά, ηθέλησε απνευστί, ορμητικώς και απλήστως να απολαύση την ζωήν. Την έδρεψε, αλλά δεν την απέλαυσε. Την απέσπασεν, επίεσε, συνέθλιψε και συνέτριψεν ως σταφυλήν. Έμεινε δε με χείρας λερωμένας και πλέον διψασμένος ή ποτέ».

Δεν επεφώνει πλέον το μπρε! ο γέρων το μεγαλοπρεπές εκείνο και μεστόν ψυχικού σθένους, το οποίον συχνά εκφωνούμενον από του στόματός του επέβαλλε σιγήν εφ' όλων των Βουνιχωριτών και παρέλυε των νέων τας ακατασχέτους ορμάς. Αλλά το άιχούχα, το κοινόν και τετριμμένον, διά του οποίου όλοι οι χωρικοί εκφράζουν την απελπισίαν της ψυχής και του σώματος την κάρωσιν.

ΓΛΟΣΤ. Εις το καλό, παιδί μου! Με την απελπισίαν του ας παίξω, να τον σώσω. ΓΛΟΣΤ. Ω παντοδύναμοι θεοί! Τον κόσμον απαρνούμαι κ' εδώ, χωρίς παράπονον, ν' αποτινάξω θέλω ενώπιόν σας το βαρύ της συμφοράς φορτίον!

Ούτε αι θωπείαι, ούτε αι προσευχαί, αι ευχαί και η ιατρική επιστήμη, ούτε όλα τα είδη της μαγγανείας, των οποίων έκαμον χρήσιν μέχρι τέλους, ηδυνήθησαν να αποτρέψουν το δυστύχημα. Μετά οκτώ ημέρας η παιδίσκη απέθανεν. Η αυλή και η πόλις επένθησαν. Ο Καίσαρ, όστις εις την γέννησιν της παιδίσκης είχε γίνει τρελλός από χαράν, τώρα κατέστη τρελλός από απελπισίαν. Ο Πετρώνιος ήτο λίαν ανήσυχος.