United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς ο άνθρωπος ο πνιγόμενος αναπολεί αστραπιαίως όλον το παρελθόν του, ο Βινίκιος ανεπόλησε την Λίγειαν. Την έβλεπεν, ήκουεν έκαστον των λόγων της. Την έβλεπε παρά το χείλος της κρήνης και εις την οικίαν των Αούλων και εις το συμπόσιον.

Τότε ο Παύλος εβοήθησε τον Χίλωνα να ανέλθη παρά την λεκάνην της κρήνης, και εβύθισε τρις την κεφαλήν του γέροντος εις το ύδωρ λέγων: «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Χίλων, εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος! Αμήν!» Ο Χίλων ήγειρε την κεφαλήν και εξέτεινε τας χείρας. Η σελήνη εφώτιζε με το γλυκύ της φως την λευκήν κόμην του και το ακίνητον λευκόν πρόσωπόν του.

Παρετήρησαν εις το άκρον της κλεισωρείας ένα τοίχον καλυπτόμενον από άφθονον κισσόν. Ήσαν εις το Οστριανόν. Εις την θύραν δύο θυρωροί εδείκυον τα σημεία της εισόδου. Μετ' ολίγον ο Βινίκιος και οι σύντροφοι του ευρέθησαν εις χώρον ευρύν, περιβαλλόμενον από τοίχους. Προ της θύρας κρύπτης τινός, ήτις ευρίσκετο εις το μέσον, επάφλαζον τα ύδατα μιας κρήνης.

Επί πολύ δεν παρετήρησα τίποτε, μίαν ημέραν όμως πλησίον κρήνης, είδα ένα δούλον, όστις ήντλει ύδωρ και έκλαιεν. Επλησίασα και τον ηρώτησα διατί κλαίει.

Και μετά την εκ της πόλεως επάνοδον, εξηκολούθει να πηγαίνη το βράδυ εις την βρύσιν, όπου εμάνθανε τα γυναικεία νέα της ημέρας, τι είπεν η μία και τι έκαμεν η άλλη, τι ύφαινεν η μεν και τι εξύφαινεν η δε. Εκεί, αποθέτουσαι τα σταμνιά επί του γεισώματος της κρήνης και περιμένουσαι σειράν, νέαι και ηλικιωμέναι γυναίκες εφλυάρουν επί τινα ώραν και έπειτα μία μία απήρχοντο με το σταμνί επ' ώμου.

Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων, κ' έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν' απολαύσωσιν ως &προφταστήρια& το ορεκτικόν κοκορέτσι, οι δε πέντε εκ της συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των και διευθύνθησαν εις το Πρωί.

Πλησίον της κρήνης του Ερμού διέκρινεν ένα εκατόνταρχον, όστις επί κεφαλής δεκάδων τινών πραιτωριανών, υπερήσπιζε την είσοδον του περιβόλου του ναού. Ο Βινίκιος τον διέταξε να τον ακολουθήση και ο εκατόνταρχος, αναγνωρίσας τον τριβούνον και τον αυγουστιανόν, δεν ετόλμησε να αρνηθή. Κατά τινας στιγμάς, το πλήθος ελάμβανεν εχθρικήν στάσιν.

Όνομα της κρήνης ταύτης και του μέρους εκ του οποίου ρέει είναι Σκυθιστί μεν Εξαμπαίος, κατά δε την γλώσσαν των Ελλήνων Ιεραί οδοί. Ο Τύρης και ο Ύπανις πλησιάζουσι κατά το μέρος των Αλαζώνων, έπειτα όμως τρεπόμενοι αμφότεροι διάφορον διεύθυνσιν, αφίνουσι μεταξύ των μέγα διάστημα.

Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: «Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και σε έβλεπα εγώ! . . . Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον

Εάν το ύδωρ τούτο ήναι αληθώς ως το λέγουσιν οι Αιθίοπες, ίσως είναι μακρόβιοι διότι μεταχειρίζονται αυτό πάντοτε. Από της κρήνης έφερον τους απεσταλμένους εις δεσμωτήριον ανδρών όπου πάντες ήσαν δεδεμένοι με πέδας χρυσάς. Είναι δε εις τους Αιθίοπας τούτους σπανιώτατον και πολυτιμότατον πάντων των μετάλλων ο χαλκός.