United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι έτοιμοι προς απόπλουν νησιώται, και οι περιμένοντες επιβάτας, επήγαινον, ήρχοντο, ωμίλουν, εφώναζον, εχώριζον τα πράγματά των, τα εφόρτονον εντός των ολίγων λέμβων της Σκάλας· εν συνόλω η βοή και ο θόρυβος δεν μας επέτρεπον να συνομιλήσωμεν ησύχως μετά του Κ. Μελέτη, και αν έτι είχομεν πολλήν προς τούτο διάθεσιν. Αφού απεγεύθημεν, εξήλθομεν του καφενείου.

Από τα χαράγματα δε μέχρι της νυκτός περίλυποι και σκυθρωποί εσυσσωρευόμεθα έμπροσθεν της οικίας του ασθενούς, περιμένοντες να μάθωμεν ευχάριστόν τι περί της υγείας αυτού. Οι δε πατέρες και αι μητέρες ημών, εγκαταλιπόντες και τας οικίας και τα έργα των, δεν έπαυον ημέραν και νύκτα περιποιούμενοι φιλοφρόνως τον ασθενή.

Ταύτα, απήντησα γελών, είνε δεκτικά συζητήσεως. Αλλά τελειώσατε, παρακαλώ, την ιστορίαν σας. Έλεγα λοιπόν ότι ο καιρός ήτο ωραίος. Τα εργαστήρια είχον κλεισθή και όλοι οι Πανορμίται, άνδρες και γυναικόπαιδα, είχον σωρευθή εις τον δρόμον, τα παράθυρα, τους εξώστας και τας στέγας των χαμηλών οικιών, περιμένοντες την διάβασιν του καταδίκου.

Πολλάκις κατά την ώραν του εσπερινού, καθήμενοι πλησίον του ανοικτού παραθύρου, ενώ οι κώδωνες αντηχούν πενθίμως, ως ει εθρήνουν την θνήσκουσαν ημέραν, εστέναζον κακείνοι και, ως ο Ιησούς του Ναυή, έλεγον· «Σ τ ή θ ι» τω ηλίω· αλλ' ούτος μεν επορεύετο να φωτίση τους αντίποδας, οι δε ερασταί απεχωρίζοντο περιμένοντες την επιούσαν.

Εξήλθον εις το Ασπρόνησον, βορειοανατολικώς, όπου έκαμναν καρτέρι περιμένοντες πότε ήθελε φανή το κελεπούρι, κατά το ύψος του Λάμπρου του Βατούλα. Οι Χαλασοχώρηδες κάμψαντες την ακτήν είχαν κρυφθή όπισθεν του Ασπρονήσου, και οι Ανδρογυνοχωρίστρες ούτε τους είδαν, ούτε υπώπτευσαν καν ότι τους είχαν προλάβει.

Τα παράθυρα των εκατέρωθεν οικίσκων ήσαν κλειστά, πού και πού όμως το άνω φύλλον της θύρας ήτο ανοικτόν, ο δε οικοδεσπότης, ή και η σύζυγός του, στηρίζοντες τους βραχίονας επί του κλειστού κάτω φύλλου εφαίνοντο περιμένοντες την διάβασιν του ιερέως. Ο Γεροθανάσης διαβαίνων διέδωκε την είδησιν ότι ο λεπρός αποθνήσκει.

Ημείς δε περιμένοντες την επίθεσιν, ωπλίσθημεν κ' επεριμέναμεν, αφού εβάλαμεν είκοσι πέντε άνδρας να ενεδρεύσουν. Είχαμεν δε παραγγείλει εις τους ενεδρεύοντας ν' αφήσουν τους εχθρούς να περάσουν και τότε να σηκωθούν• ούτω δε έπραξαν.

Η εισβολή αύτη, μετά την δευτέραν, υπήρξε διά τους Αθηναίους η καταστρεπτικωτάτη από όλας· διότι οι Πελοποννήσιοι, περιμένοντες πάντοτε παρά της Λέσβου ειδήσεις περί των πλοίων των, τα οποία, ως επίστευαν, είχον ήδη φθάσει εκεί, διέτρεξαν όλην σχεδόν την χώραν λεηλατούντες αυτήν. Αλλ' επειδή η προσδοκία εκείνη απέβαινε ματαία και τα τρόφιμα είχαν τελειώσει, ανεχώρησαν και διελύθησαν κατά πόλεις.

Μου συνέβη μάλιστα και κάτι νόστιμον· ένας δούλος του Αγάθωνος ήλθεν από μέσα εις προϋπάντησίν μου και με ωδήγησεν αμέσως εκεί όπου ευρίσκοντο ξαπλωμένοι και οι άλλοι, περιμένοντες ν' αρχίση το δείπνον. Μόλις δε με είδεν ο Αγάθων, — Αριστόδημε, είπεν, εις καλήν ώραν ήλθες διά να δειπνήσης μαζή μας· εάν όμως ήλθες δι' άλλο πράγμα, ας το αναβάλωμεν δι' άλλοτε.

Προς το εσπέρας τους ηκούσαμεν εις την αυλήν, ετοιμαζομένους προς αναχώρησιν, και εκρατούμεν την αναπνοήν μας, περιμένοντες την ελπιζομένην απομάκρυνσίν των. Εκεί, ακούομεν αίφνης, πλησίον της θύρας, βροντώδη Τούρκου φωνήν. ― Ας ίδωμεν πριν φύγωμεν, τι έχει εις αυτήν την αποθήκην. Έκαμα τον σταυρόν μου. Κρύος ιδρώς με περιέχυσεν.