Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Τα παράθυρα των εκατέρωθεν οικίσκων ήσαν κλειστά, πού και πού όμως το άνω φύλλον της θύρας ήτο ανοικτόν, ο δε οικοδεσπότης, ή και η σύζυγός του, στηρίζοντες τους βραχίονας επί του κλειστού κάτω φύλλου εφαίνοντο περιμένοντες την διάβασιν του ιερέως. Ο Γεροθανάσης διαβαίνων διέδωκε την είδησιν ότι ο λεπρός αποθνήσκει.

Εκείνος μου παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής. — Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω. Και εισήλθεν εντός της καλύβης. Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν. Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε φαίνεται ούτε ακούεται.

Η λευκή οθόνη, διά της οποίας ο Γεροθανάσης είχε καλύψει το πρόσωπον του ασθενούς, έκειτο εκεί ερριμμένη παρά τους πόδας του. Ο χωρικός απεσύρθη ησύχως και επέστρεψε προς την είσοδον. Η παππαδιά ακίνητος επί της πέτρας, ακολουθούσα διά των οφθαλμών τας κινήσεις του, επερίμενε την επιστροφήν του. — Τι είδες; ηρώτησε. — Τίποτε.

Ο γέρων ανεχώρησεν εσπευσμένως προς εύρεσιν κτήματος, ως ονομάζουν ευφήμως τα κτήνη των οι νησιώται. — Ιδέ, έλεγεν ο ιερεύς προς την σύζυγόν του, ενώ ένιπτε τας χείρας και το πρόσωπον εις τον νεροχύτην. Ιδέ, ο Γεροθανάσης είδε τον λεπρόν και τον εβοήθησεν, έρχεται πεζός απ' εκεί, και είναι πρόθυμος να κάμη πάλιν τον δρόμον μαζή μου. Διατί; Χάριν φιλανθρωπίας.

Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους του ήτο εις την καλύβην. — Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; — Ηθέλησε να πλησιάση προς την θύραν της καλύβης, αλλ' εις το μέσον του περιβόλου εστάθη διστάζων. Ηθέλησε να ερωτήση εκείθεν τον γέροντα, αλλά δεν ετόλμησε να υψώση την φωνήν. Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα ερωτηματικόν. — Ήτον εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον.

Δεν ήτο βεβαίως υπέρογκον το βάρος διά την κοινότητα της νήσου. Ο Γεροθανάσης, του οποίου οι ολίγοι αγροί έκειντο πέρα της καλύβης του λεπρού, ανεδέχθη την μεταφοράν της εβδομαδιαίας προμηθείας άρτου. Αλλά δεν περιωρίσθη εις τούτο η αγαθότης του φιλανθρώπου χωρικού.

Η οδός ήτο τραχεία και απεριποίητος, αλλά και ο Γεροθανάσης και το κτήμα του εφαίνοντο συνηθισμένοι εις τας πέτρας, αίτινες επηύξανον το δύσβατον του εδάφους. Τοίχοι χαμηλοί, ξηροτρόχαλοι, άνευ πηλού ή ασβέστου, εχώριζον εκατέρωθεν τους αμπελώνας. Καθ' όσον δε η οδός απεμακρύνετο, διεδέχοντο τους αμπελώνας αγροί θερισθέντες ήδη.

Την διαταγήν ταύτην ως πηγάζουσαν από την έξαψιν του θυμού δεν έκριναν εύλογον να την βάλωσιν εις ενέργειαν ούτε ο Βλαχόπουλος, ούτε ο Γεώργιος Γεροθανάσης. Την στιγμήν ταύτην Κρητικοί τίνες και Υδραίοι προχωρήσαντες προς το μέρος των Τούρκων ηκροβολίζοντο, παρακινούντες τρόπον τινά τους εχθρούς εις αντίκρουσιν. Οι πλησιέστεροι των Τούρκων έπεμψαν κατ' αυτών ανάλογον δύναμιν.

Ανεπόλει πως, ότε είδε την αποτρόπαιον εκείνην μορφήν, ρίγος φρίκης τον κατέλαβε και έφυγε δρομαίος προς τους συντρόφους του, οίτινες ατολμότεροι τον επερίμενον μακράν της καλύβης... — Να με συμπαθήσης, παππά μου, είπεν ο Γεροθανάσης. Σ' εξύπνησα. Αλλά ψυχομαχεί ο λεπρός και σε θέλει, και είναι πολύς ο δρόμος έως εκεί. Ίσως δεν τον προφθάσης. Ο παππά Νάρκισσος ηγέρθη.

Επλησίασε προς τον γέροντα και προς την σύζυγόν του χωρίς ουδεμίαν να εκφράση απορίαν διά την έλευσίν της. Αμφότεροι εκείνοι δεν εκινήθησαν προς προϋπάντησίν του. Τον επερίμενον να έλθη. Δεν απηύθυναν ερώτησιν προς αυτόν. Επερίμενον να ομιλήση. — Ανεπαύθη, είπεν ο ιερεύς. Ο Γεροθανάσης και η παππαδιά έκαμαν εν σιωπή τον σταυρόν των. — Αύριον το πρωί θα έλθωμεν να τον θάψωμεν, εξηκολούθησεν.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν