United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας μας αρχηγός τότες, ο Ρούσσος, παίρνει μερικούς του συντρόφους και μπαίνει στο σπίτι του, κατά το ριζοβούνι ως ένα βόλι μακριά από τον κάμπο. Μπαίνει και βρίσκει σφίδα γεμάτη κρασί. Όλοι μας ήπιαμε από το κρασί εκείνο. Αξέχαστη πρωινή. Ξαναμαζευούμαστε, ροβολούμε κατά τον κάμπο, κι αρχινούμε τη φωτιά πίσω από κάτι χαμηλότοιχους.

Ενώ γράφω ταύτα επισωρεύονται πυκναί εις την ψυχήν μου αι αναμνήσεις, και διέρχονται αλλεπάλληλοι διά της φαντασίας μου αι περιπέτειαι της καταστροφής. Κλείω τους οφθαλμούς και βλέπω ενώπιον μου τους δυστυχείς της εξορίας συντρόφους, και ακούω τας διηγήσεις των, και αντηχούν εις τα ώτα μου οι στεναγμοί των, και ρέουν τα δάκρυα των, και συσφίγγονται απηλπισμέναι αι χείρες των !

ΑΛΟΝΖ. Άνθρωπος δεν επάτησε ποτέ παρόμοιο λαβύρινθο· και εις όλα τούτα είναι κάτι που η φύσις δεν επροξένησε ποτέ. Κάποιο μαντείο πρέπει να μας φωτίση. ΠΡΟΣΠ. Κύριέ μου, μη βασανίζης το πνεύμα σου με το να ερευνήσης αυτά τα παράδοξα. Έλα δω, πνεύμα, ελευθέρωσε τον Κάλιμπαν με τους συντρόφους του· λύσε τα μαγια.

«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος, 'που με θνητούςτο φανερό θεαίς να συγκοιμώνται φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120 όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι, ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία, κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη. όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125 ότ' έφερετην αγκαλιά να πέση του Ιασίου, μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας, άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι. κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130 έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι σχίσειτα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας, και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν, κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω. αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων, ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία, αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140 ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους, 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης, αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».

Τον βάζουν να κλίνη δεξιά, αριστερά, να βγάζη την τουφεκόβεργα, να ξαναβάζη την τουφεκόβεργα, να πέφτη πρηνηδόν, να πυροβολή, να περπατή γρήγορα και του δίνουν τριάντα ξυλιές· την επομένη κάμνει την άσκηση του κάπως λιγώτερο άσκημα και τρώει μόνο είκοσι ξυλιές· τη μεθεπομένη του δίνουν μόνο δέκα και θεωρείται από τους συντρόφους του ως θαύμα.

Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους σιμάτο πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν, διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. 195 κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο• μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου. με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του, φοβούμενοι, ότι εγκάτοικοςτο δάσος αυτός ήταν 200 του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα. επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία, κ' έναν κρατήρα ολάργυρο• και δώδεκα λαγήναις άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο, 'που δεν το γνώριζε κανείςτο σπίτι του υπηρέτης, 205 ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία• και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν, εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι, και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας• 210 κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση. μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι, ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου 'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου, άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. 215

Ο γέρων Χειμάρρας εφαίνετο ήδη αναβιώσας όλως. Δεν ελύγιζε πλέον την ράχιν ουδ' έκυπτε την κεφαλήν όπως πριν εν γεροντική καρώσει, αλλ' ανωρθούτο υπερήφανος κ' ευθυτενής, μ' ένα μεγαλοπρεπές κ' επιβάλλον βάδισμα, με μίαν έπαρσιν θριάμβου επί της φυσιογνωμίας του, της συνοφρυωμένης, ως λέων ερχόμενος οργίλως να εκδικηθή τους σφαγέντας συντρόφους.

Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ' αψηλά, να βρη τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλήτερο. Μπορούσε να είναι και παραμύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπίδες, πίκρες και βάσανα.

Αλλ' εις εμέ όλον το εναντίον, τόσον που η ισχνότητά μου έγινεν αιτία της ελευθερίας μου· επειδή και βλέποντές με οι ανθρωποφάγοι εκείνοι πολύ αχαμνόν και ξηραγγιανόν και σχεδόν ημιθανή, με άφησαν και περιπατούσα ελεύθερα, εις τον καιρόν που όλους τους άλλους συντρόφους μου τους είχαν θυσιάσει.

Κ' εγώ με λόγια μαλακάεκείνους απαντούσα• «το πλοίο πρώτ' ας σύρουμετην γη, και τ' άρμεν' όλατα σπήλαια μέσ' ας θέσουμε, και ομού τα υπάρχοντά μας, κ' εσείς μαζή μου να 'λθετε μ' ασπούδα ετοιμασθήτε, 425της Κίρκης τ' άγια δώματα να ιδήτε τους συντρόφους, οπ' άκοπα φαγοποτούν, ότι έχουν αφθονία».