Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Ωστόσ' ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη μοναξιά του. Είχε τους συντρόφους του. Κι' αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τι τάχα; Ο Στρατής γελούσε από μέσα του. «Τα μάτια του κόσμου, σα δεν είνε στραβά, αλλοιθωρίζουν, έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. Λίγα πράμματα βλέπομε με τα μάτια μας.
Κανείς όμως από σας δεν απέσπασε τον ιδικόν του έξω από τους συντρόφους του, ενώ αγριεύει και ανθίσταται υπερβολικά, διά να του δώση ιδιαίτερον επιστάτην και να τον αναθρέψη με αναψυχήν και ημερότητα και με όλους τους ορθούς τρόπους, οι οποίοι ανήκουν εις την παιδαγωγίαν, ώστε όχι μόνον καλός στρατιώτης να γίνη, αλλά και την πατρίδα του και την πόλιν να ημπορή να διοική, ακριβώς πολεμικώτερος από εκείνους τους πολεμικούς του Τυρταίου, τους οποίους είπαμεν εις την αρχήν, ο οποίος να εκτιμά ως τέταρτον και όχι ως πρώτον προσόν την ανδρείαν πάντοτε και παντού και μεταξύ ιδιωτών και εις όλην την πόλιν.
Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη• και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε• «τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440 μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι, μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι, και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση, κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445 και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη, μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση• τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω. και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο• ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω• 450• είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω. εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους».
Συντετριμμένος εγώ περισσότερον από την θλίψιν, εις την οποίαν έβλεπα τους συντρόφους μου όλους απελπισμένους παρά από τον κίνδυνον μου τον ίδιον, που οφθαλμοφανώς τον έβλεπα, είπα του καραβοκύρη· Αυθέντα, τι μας ωφελεί να δοθούμεν χωρίς όφελος εις την απελπισίαν; ας γυρέψωμεν καλύτερον κανένα μέσον, διά να έβγωμεν από τον κίνδυνον που ευρισκόμεθα· όσον διά λόγου μου σου το ομολογώ, ή πως φυσικά έχω κάποιαν καρδιά, ή πως ο Μωάμεθ εις ετούτην την στιγμήν μου δίδει δύναμιν, και δεν φοβούμαι την κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα, στοχάζομαι το λοιπόν, ότι ευθύς που θα φθάσωμεν εις την ρίζαν του βουνού, να πασχίσωμεν να ανέβωμεν εις την κορυφήν του, και εκεί ελπίζω μήπως και εύρωμεν καμμίαν ιατρείαν εις το κακόν μας.
Μετά το μεσημέρι όμως όλος ο κόσμος είχε γυρίσει στις καλύβες, κάτω στο ξέφωτο και ο ντον Πρέντου δεν είχε περάσει ακόμη. Τότε ο Έφις ανέβασε τους συντρόφους του μέχρι το ξωκλήσι, όπου λίγοι μόνο νέοι ήταν μαζεμένοι σ’ έναν βράχο για να δουν τα βερβέρικα άλογα που τρέχανε στα μισά της πλαγιάς του βουνού.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• 230 «Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης, πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι, ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνος 'ς την πατρίδα. οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν, 'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη• 235 επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο, εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθή 'ς την Τροίαν, ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις• τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου, και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του• 240 και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους και κλάυματα• ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον, γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν. ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 245 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν 250 το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν».
Προσευχόταν, ήρεμος, μισανοίγοντας κάθε τόσο τα μάτια για να δει τους συντρόφους του που κοιμόνταν κάτω από μια βελανιδιά. Ήταν νύχτα ακόμη αλλά αχνόφεγγε το φως στην Ανατολή ανάμεσα στα βουνά που άνοιγαν προς τη θάλασσα: εκεί ξυπνούσε η αυγή.
Αν δε αυτός έχει σταθεράν απόφασιν να κάμη κατά την γνώμην των Σουλιωτών, ας μη λογαριάση πλέον αυτούς διά συντρόφους του. Επρόσθεσαν δε ότι τότε μόνον ηδύναντο ν' αποδεχθώσι της αρχηγίας την διαίρεσιν, όταν ήθελε το διορίσει η Κυβέρνησις .
Τέλος αι δύο λέμβοι, αι φέρουσαι τους υποψηφίους, εξεκίνησαν διά να εισπλεύσωσιν εις τον λιμένα. Η βάρκα του Μανώλη με τους δύο συντρόφους του είχε γείνει άφαντος ήδη. Το δε κόττερον, εφ' ου είχε μείνει μόνος ο κυβερνήτης του, ήρχετο τελευταίον. Ο καπετάν-Νικολάκης «ήτο φούρκα» ιδών ότι έχασε το ελπιζόμενον φιλοδώρημα, και ότι εγκατελείφθη υπό του Βατούλα.
Και όσα είχαν γλιτώσει, λίγο μαδημένα, έμοιαζε να σκύβουν για να δουν τους νεκρούς συντρόφους τους, χαϊδεύοντάς τους με τα τραυματισμένα φύλλα τους. «Πάρτε λίγα σταφύλια, μπαρμπα-Έφις», του είπε το αγόρι, αποχαιρετώντας τον σκεφτικό: «εάν ο ντον Πρέντου σας ξαναστείλει εδώ θα είμαι ευχαριστημένος. Θα περνάμε τον καιρό λέγοντας ιστορίες. Πηγαίνετε στην Γκριζέντα να της πείτε χαιρετίσματα.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν