United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι δουλειά να πιάση; επίμενεν εκείνη κλαίοντας. Μπορεί να κάμη άλλη δουλειά ο ναύτης; Ζη το ψάρι όξω απ’ το νερό; Θέλοντας και μη τον έβαλε καπετάνιο στην «Παντάνασα» τον Δρακόσπιλο. — Τήραξε, μωρέ Θύμιο, του είπε πικρογελώντας όταν τον αποχαιρετούσε στην ανεμόσκαλα· τήραξε να μη το κάμης μαδέρια και τούτο. — Αν δεν έρθη το μπάρκο δεν θα 'ρθώ κ' εγώ· απάντησεν εκείνος.

Αν είνε με το θέλημα του Θεού και την ευχή σου, αύριο τη στεφανώνω. — Καλώς ήρθατε και καλώς κοπιάσατε σαν τον καλόν το χρόνο· απάντησεν η γριά γλυκομίλητη. Ο λόγος απ' το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί. Ήταν έξυπνη η μάνα της Λενιώς, ψημένη στη ζωή, από τα μικρά της χρόνια χήρα. Ο άντρας της βουτηχτής, έγινε του σκυλόψαρου τροφή στης Μπαρμπαριάς τα νερά και άφησε πεντάρφανο το κορίτσι.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 225 «Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω• μεγάλο το 'χω, θαυμαστό• ποτέ μου δεν ελπίζω το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν».

εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· 235 «Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης! θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία». Και ομοίωςόλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη να φθάση ο πολύνοοςτο δώμα του Οδυσσέας.

Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον• «Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, 160 αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει, ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του εις το φορτίο, και άγρυπνοταις πραγματειαίς το μάτι, και προς τα κέρδη τ' αρπακτά• και αγωνιστής δεν δείχνεις».

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. «Άθλιε, καιμικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι πεντήκοντα, με ορμή πολλήτον φονικόν αγώνα, 50 και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».

Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία• τότεαυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε• «Αφού 'λθεςτο χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα, θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, 5 και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσηςτην πατρίδα. τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω, 'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε. έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος 10 τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων. κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση καθείς μας• τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο• τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». 15

Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος• και είπε• «'Σ την όψι σου παντάπασι δεν δείχνεις, Οδυσσέα, απατητής και δολερός, καθώς πολλούς η μαύρη γη βόσκει απ' όλους τους θνητούς 'που 'ναι παντού σπαρμένοι, 365 και πλάθουν αυτοί ψεύματα, 'που δεν τα ξεχωρίζεις. σένα είναι ο λόγος εύμορφος και ο νους σου μέσα ωραίος, και προκομμένα, ωσάν αοιδός, μας έχεις ιστορήσει και τα δικά σου βάσανα κ' εκείνα των Αργείων. αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, να μάθω, αν κάποιον είδες 370 των ισοθέων φίλων σου, όσοι μαζή σου επήγαντην Τροία, κ' εύρηκαν εκεί την ύστερή τους ώρα. τώρ' είναι η νύκτ' απέραντη• δεν ήλθ' η ώρ' ακόμη του ύπνου, και συ λέγε μου τα έργα οπ' ομοιάζουν θεία• κ' εδώ θα 'μεν' ατάραχος, όσο να φέξ' η ημέρα, 375 αν να ιστορήσης έστεργες τα πάθη σουεμένα».

Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 25 «Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου, και άλλα θεός θέλει σου ειπή• καιτων θεών το πείσμα, θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει».

Να χαθής, βλάχο! απάντησεν ο Κώστας θυμωμένος. Κ' ευθύς ετινάχθηκεν ολόρθος, εζύγωσε κοντά με τα χέρια και αυτός στη μέση, τον εκύταξε κατάματα, έσμιξε σχεδόν την κίτρινη μύτη του στη μύτη του αντίπαλου κ' εσφύριξε πάλι: — Να χαθής, παλιόβλαχε! Εχόχλαζε τόρα και στους δυο ο θυμός.