Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Αυτά 'πε καιτον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη• και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45 «Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».

Καλοθελήτραις Μούσαις μου, σ' αυτήν την ιστορία, Αναθυμήστε μου καλά της μάχης την αιτία. Και πώς σ' αυτό το μάλωμα των Ποντικών, το πλήθος 45 Γιγάντων δείχνει αποκοτιά, Γιγάντων δείχνει στήθος. Ένα Ποντίκι μια φορά σαν μπόρεσε να φύγη Τα νύχια ενός Αγριόγατου, που το 'χε στο κυνήγι.

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. «Άθλιε, καιμικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι πεντήκοντα, με ορμή πολλήτον φονικόν αγώνα, 50 και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».

ΑΝΑΤ. Λογιώτατο έφαγε μακαρόνια άλλο κανένα ντεν έφαγε. — ΞΕΝ. Σωπάτεν, μη με φαλάρετεν. Σαλάτα γρόσια 20. — Ξυδόλαδο στη σαλάτα 3 και 7 παρ. — Αυγά 13 και 2 παρ.. — Μπουρέκι 45Καταΐφι 52 γρ. — Ζάχαρι κανέλα κτλ. 20 γρ. — Το πρετζέσι τ' αρβανίτη 57 γρόσ. ΑΝΑΤ. Τι λες άνταμ : ΞΕΝ. Κ' άθεν τ' όφκιανα κατά πώς τ' όθελεν, εν εσώνανε κι' άλλα τόσα. Φρούτα 95 γρ. — Του Λογιωτάτου το πλακούτα 27 γρ.

Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40 εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε• «'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι• εδώτην στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις, που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45 όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη, ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη. κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν άλλον θ' αφήσουμε πτωχόνεμάς να πλησιάση».

Και πήρε διο του τροχιστώ γερά κοντάρια μ' άκρες χαλκένιες, π' ως στον ουρανό ψηλά λαμποκοπούσαν. 45 Και μπουμπουνίσανε οι θεές, η Αθηνά κι' η Ήρα, τιμώντας της πολύχρυσης το βασιλιά Μυκήνας. Τότες παράγγειλε ο καθείς στον αμαξά του, τ' άτια ναν τους βαστούνε εκεί ήσυχα με τάξη στο χαντάκι, κι οι ίδιοι ομπρός ροβόλησαν με τ' άρματα οπλισμένοι πεζοί· κι' ακούστηκε άσβυστη με την αβγή η αντάρα. 50

Εκεί ο γερός Μενέλας σιμά του αμέσως βρέθηκε κρατώντας το κοντάρι. Με περικάλια ο Άδραστος του πέφτει στα ποδάρια 45 «Πάρε με, αφέντη, ζωντανό, και ξαγορά θα λάβεις. Έχει μεγάλους θησαβρούς στου πλούσιου μου πατέρα, χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο· και θα μετρήσει ο γέρος μου πολλά για να με σώσει, αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβια50

Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα· τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου· αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος, 'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· 45 θα μ' εξετάσηόλ' αυτή μες το παράπονό της».

Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος• όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη. αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας, οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του, μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50 χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει, η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν. εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55 και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του, και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε, μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων; ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα

Αν με ρωτά, εγώ θαν του πω, κάλια κι' αφτός να σύρει 45 εσύ όπως, Μαβροσύγνεφε, μας οδηγάς στη στράταΕίπε, και τότες των θεών κι' αθρώπων ο πατέρας μ' ένα χαμόγελο ήμερο της μίλησε έτσι κι' είπε «Αν τότες, Ήρα, δέσποινα γελαδομάτα, μένεις ήσυχη εδώ μες στους θεούς και πας καθώς παγαίνω, 50 γλήγορα τότε ο Ποσειδός θαρρώ σκοπό θ' αλλάξει όπως εμείς τα θέλουμε, κιας προτιμά άλλη στράτα.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν