United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήθελα ναναγκάσω τη γυναίκα μου ναγαπήση τη θάλασσα και νόμιζα πως ο τρόπος, που βρήκα, είταν ο καλήτερος που μπορούσε να σκεφτή ένας άνθρωπος. Η σειρά των στοχασμών μου είταν η εξής: «Ο δρόμος περνά μες από τα βραχόνησα της Στοκχόλμης, πλέοντας πλάι σ' όλο το θαυμαστό ανατολικό γιαλό.

Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου• «Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι• κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180 όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούντον ήλιον αποκάτω, και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκένταςτην οργή του, 185 για δώρα, οπούτο σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη• αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον παρακινήσηςτην οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190 και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει• και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, 'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. και τον Τηλέμαχον, εμπρόςόλους, θα συμβουλεύσω• να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195 τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200 ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, όσον αυτήτους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205 για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».

Ο τοίχος του περιβολιού μου είναι χαμηλός και βλέπω πέρα πέρα κάμπους και πρασινάδες. Ο ουρανός από πάνω μοιάζει σα γαλανή πεδιάδα που κοιμάται. Δε γυρέβω να μάθω αν είναι πουθενά κανένας πλανήτης στον ουρανό καλήτερος από το δικό μας. Δε γυρέβω να μάθω αν υπάρχει πουθενά καμιά αιώνια πρασινάδα. Έρημος ο κάμπος για μένα κι ο ουρανός ερημιά. Ξέρω πως η αγάπη πουθενά πια δε θα καρπώση.

Αλλά ας σας εξορ- κίσω εις την αρχαίαν μας φιλίαν, εις την ομογνωμίαν της νεότητός μας, εις την υποχρέωσιν της σταθερής μας αγάπης, και εις ό,τι άλλο ακριβώτερο ημπορούσε να σας προβάλη άλλος ομιλητής καλήτερός μου, να ήσθε προς εμέ δίκαιοι και ειλικρινείς, και να ειπήτε αν σας έχουν μηνύση ή όχι. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Κύριέ μου, μας εμήνυσαν.

Ξέρεις πως το Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά. — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή.

Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40 εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε• «'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι• εδώτην στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις, που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45 όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη, ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη. κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν άλλον θ' αφήσουμε πτωχόνεμάς να πλησιάση».

Τα παιδιά του δεν ήταν ικανά για να κρατήσουν την κληρονομιά. Θα έμενε φυσικά στον καλήτερο και το δυνατώτερο. Καλήτερος ήταν ο Ευμορφόπουλος και το αναγνώριζε. Μα έλεγε πως ήταν δυνατώτερος ο Πέτρος κ' ήθελε να παλαίψη στήθος με στήθος μαζί του. Αν κατώρθωνε να τον ξετοπίση, το απέραντο χτήμα θα ήταν όλο δικό του. Και για να τα καταφέρη δεν πισωδρομούσε στο τίποτα.

Αχ! γιατί να στο δώσω; Μα μπορώ και να σου κρύψω τίποτις; Εσύ είσαι φίλος μου, ναι! ο καλήτερός μου φίλος είσαι συ· από παιδί σε γνωρίζω και σ' αγαπώ· έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη μαζί σου και για τούτο έτρεξα αμέσως να σου δείξω και το γράμμα του, για τούτο δε σου έκρυψα και τα κλάματά μου. Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα· ζαλίστηκα κ' έκλαψα.

Εκείνοι οίτινες διέβησαν την νύκτα διά μέσου του στρατοπέδου του Ομέρ πασά εις Δίστομον, προξενήσαντες θάμβος και έκστασιν εις τους εχθρούς, εκείνοι οίτινες επέπεσον την νύκτα εις το στρατόπεδον το πολιορκούν το Μεσολόγγιον και εισεχώρησαν ανά μέσον των σκηνών έως εις αυτό το άσυλον του Κιουταχή, έφευγον με την πλέον φρικτήν αταξίαν και κυριευμένοι από μέγιστον τρόμον, ενώ δεν κατεδιώκοντο εκ του πλησίον από τον εχθρόν, απέδειξαν εμπράκτως ότι φρόνιμος και ανδρείος αρχηγός είναι καλήτερος από μέγα και ανδρείον στρατόπεδον.

Εγώ εγνώριζα πως ο πάππος μου ήταν ο καλήτερος βουτηχτής του καιρού του και συχνά έβγαινε στην άμιλλα με τους Καλιμνιώτες. Και ο πατέρας μου ήξευρα πως έκανε την ίδια τέχνη ως τη χρονιά που εχάθηκεν ο αδερφός του. — Δε μου λες μάνα· της λέγω το βράδυ που εγύρισα πίσω στο σπίτι, θυμωμένος από τα πειράγματα των συντρόφων μου. Γιατί ο πατέρας μου άφησε τέτοια εντολή στα παιδιά του;