Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου. — Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι; Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν. — Τι έχεις, μάνα; Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.

Μα, μάνα· δεν κρένεις καλά, έλεγε ο Ζώης. Δε γλέπεις που δε μας χωρεί τώρα το παλιόσπιτο; Τώρ' αξήσαμαν και θ' αξήσουμε ακόμα με φαμλιά και με δούλους. Πού να ζήσουμ' εδώ μέσααυτό το κοτέτσι όλοι μαζί. Για βάλε με το νου σου πως έχουμε και κάποιο καλό όνομα κι όλας όξω τώρα, και τσότσου παρά 'ςτη σακούλα... Άσε με να το ρίξω, δεν είνε λόγι' αυτά που λες.

Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον ταυ σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν. — Έχει σβύσει το κανδήλι, μάνα· δεν το άναβες; — Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθειά. — Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς τώπαθε; — Ησύχασε κι' αυτό τώρα πλεια, είπεν η γραία.

Εγώ εγνώριζα πως ο πάππος μου ήταν ο καλήτερος βουτηχτής του καιρού του και συχνά έβγαινε στην άμιλλα με τους Καλιμνιώτες. Και ο πατέρας μου ήξευρα πως έκανε την ίδια τέχνη ως τη χρονιά που εχάθηκεν ο αδερφός του. — Δε μου λες μάνα· της λέγω το βράδυ που εγύρισα πίσω στο σπίτι, θυμωμένος από τα πειράγματα των συντρόφων μου. Γιατί ο πατέρας μου άφησε τέτοια εντολή στα παιδιά του;

Ναι, αλήθεια, μάνα· του Ραχιώτη το καράβι, ακούς, οπού έλειπε καιρό και καιρό, κ' ήταν φόβος, δεν ήθελε η Ραχιώταινα, ακούς, να πάρη την Γκότσαινα να της κάμη τα μάγια μέσ' το αυγό, να ιδή με τα μάτια της η καπετάνισσα ανίσως είνε καλά το καράβι ή όχι· και τότε η Γκότσαινα της λέει· κι' αν φοβάσαι τα μάγια, πέσε στα θεοτικά· πάρ' ένα κορίτσι απάρθενο, αθώο, ως ένδεκα χρονών να είνε, κατέβασ' ένα 'κόνισμα απ' το 'κονοστάσι, δος της το στα χέρια να το κρατή ώρα πολλή, και να το κυττάζη ατράνταχτα, χωρίς να ξεκολλήση ούτε στιγμή απ' το 'κόνισμα το μάτι.

Έδοσε μια, πριν το προφτάση η μάνα· άπλωσε απ την ποδιά της, εβύθισε το κατατρυφερό χεράκι του στ' ολόκαφτο το λάδι, που σίδερο νάταν θα τόψηνε. Για τούτο κάθε χρόνο αποτότε, τη νύχτα της παραμονής, μέσα στη μεγάλη μας χαρά που τέτια μέρα ξημερώνει, θυμόμαστε κ' εκείνη τη βραδιά. Κι αν την ξεχάσουμε κανείς, μα της μανούλας η καρδιά δε λησμονά, τέτιες λαχτάρες.

Είδε που λείπαμ' εμείς από το στρώμα. Άκουσε και το κακό που γινόταν έξω. Έβαλε τις φωνές. — Μάνα μάνα· πού &είσατε& μάνα; Επήγε η ψυχοπαίδα μας, που νάκοβε το πόδι της κάλλιο· τόφερε κι αφτό. Το πήρε η μάνα, τόσφιξε στην αγκαλιά· «πουλάκι μου!», το φίλησε, τόβαλε στην ποδιά της. Άρχισε πάλι νανακατώνη με ταδράχτι τα λαλάγκια, να ξεροψήνωνται.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν