Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Μα από τη στάνη δεν επρόβαινε κανένας μήτε άντρας, μήτε γυναίκα, μήτε όρνιθα παρά όλοι καθισμένοι στη φωτιά ήτανε μέσα κλεισμένοι, ώστε ο Δάφνης δεν ήξερε τι να κάνη κ' εβασάνιζε το μυαλό του να βρη πρόφαση για ν' αμπώξη τη θύρα και ρωτιότανε μοναχός του τι να ειπή πιο πιστευτό: — Ήρθα για ν' ανάψω φωτιά· — μα μήπως δεν ήτανε πιο κοντινοί γείτονες; Ήρθα να γυρέψω ψωμί — μα το ταγάρι είναι γεμάτο θροφή.
— Άτοπον είναι, ιερεύς εγώ, να νικώμαι από τοιαύτα ανθρώπινα πάθη ολιγοπιστίας. Έκαμε και τρίτην φοράν τον σταυρόν του. — Ήμαρτον, Κύριέ μου! είπεν. Και ήνοιξε την πορτίτσαν του ερημοκκλησίου. — Ν' ανάψω και τα κανδηλάκια του που ξημερόνει Κυριακή. Πρώτα πρώτα τον συνήρπασεν ηδέως το φως των κανδηλίων, τα οποία όλα ήσαν νεωστί αναμμένα. Φως ήμερον και γλυκύ.
Η γραία την εδίπλονε και την έρριπτεν εις τον πυθμένα του θυλάκου της. Ελέγετο δε ότι τα τοιαύτα ενδύματα, όσα κατώρθου συχνάκις να αποσπά, τα επώλει εις τους εβραίους μεταπράτας, οίτινες ήρχοντο είς τον τόπον από καιρού εις καιρόν. — Δώσε μου και δυο κάρβουνα, κόρη μου, έλεγεν είτα η γραία. Ήθελα ν' ανάψω ολίγη φωτίτσα, να πυρωθώ. Κρύο, κόρη μου, κάμνει κρύο εις εκείνη την τρύπα.
Δεν αρκεί ότι τον αφήκεν ελεύθερον ν' αφαιρέση τας ιεράς πεποιθήσεις απ' αυτούς τους χαζούς συμπατριώτας του και να ενσπείρη ζιζάνια εις την αθώαν και άπλαστον ψυχήν των αλλ' ήθελε να εμπαίξη και αυτόν τον ίδιον!. . Αλλ' ο γέρων δεν επέτρεψε τούτο εις άλλους άνδρας — και τι άνδρας! — και θα επιτρέψη τόρα εις ένα 'μπαίγνιο!. . — Μπρε θα ρίξης ή να σ' την ανάψω! έκραξε παράφορος.
Είταν ως τριάντα χρόνων παιδί, μαύρος, με βλογοκομμένο πρόσωπο, με χοντρά μουστάκια, με μια πατατούκα μαύρη και με χοντρά χέρια. — Ε!, πατριώτη, μου δίνεις το τσιγάρο σου, ν' ανάψω έκαμε ο υπενωμοτάρχης. Εκείνος στάθηκε τότε, κιτρίνισε, ταράχτηκε, κι άπλωσε το χέρι του κι έδοσε το τσιγάρο του προς τον υπενωμοτάρχη που τον κοίταζε τόρα κατάμματα, φυσώντας τα ρουθούνια του.
— Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου. — Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι; Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν. — Τι έχεις, μάνα; Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.
Τέλος ενόησεν ότι έζη, αλλ' ήτο βεβυθισμένη εις βαθείαν λιποθυμίαν. Ο Βράγγης δεν εδειλίασεν εξηκολούθησε να εφαρμόζη τα γνωστά αυτώ πρόχειρα μέσα της θεραπείας. — Ω, θεέ μου, έλεγε, φωτιά, να είχα τρόπον ν' ανάψω φωτιά. Υψώσας το βλέμμα προς την κορυφήν του υψηλού βράχου, είδε μετά χαράς ότι ο άγνωστος δεν ήτο πλέον εκεί.
— Να πάω εγώ μοναχή μου, να ιδώ, μην έπεσε πουθενά. ..... Μπορεί να μπήκε μες την Παναγιά να κάμη το σταυρό του. — Πώς να πας μοναχή σου, πάλι; — Θα πάρω και το λαδικό ν' ανάψω τα κανδήλια της Παναγίας . . . Κεράκια έφερα απ' το χωριό . . . Μη φοβάσαι!
Και εγώ, ως πλέον ευχαριστημένος και ερωτικός από κάθε άνθρωπον, απέρασα όλην εκείνην την ημέραν εις τα γόνατα εκείνης της ωραίας Κυράς, καθώς επιθυμούσε, την οποίαν επάσχισα με ερωτικά λόγια και γλυκά να της ανάψω την κλίσιν προς το συμφέρον μου, και εκατάλαβα πολλά ογλήγορα ότι δεν ήταν μάταιοι οι κόποι μου· επειδή και την είδα που αυτή ήτον πολλά ερωτική προς εμένα διά την νεότητά μου, και διά το πνεύμα που είχα.
Και παρ’ όλα αυτά αισθανόταν ξαλαφρωμένος, όπως κάποιος που, ύστερα από μακρά περιπλάνηση σε απρόσιτα μέρη, ξαναβρίσκει το χαμένο δρόμο του, το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. «Εσύ δεν θα φύγεις;» ρώτησε ο τυφλός, ακίνητος πάντα στο πόστο του. «Θα φύγω όταν το θελήσει ο Θεός. Τώρα θ’ ανάψω φωτιά γιατί πρέπει να περάσουμε εδώ τη νύχτα.» Πήγε να βρει ξύλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν