United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους νεκρούς! Ιδού η σκέψις η οποία τον εβασάνιζε, το νέφος του οποίου η σκιά εμαύριζε τον φαιδρόν άλλως ορίζοντα του βίου του. Ο τρόμος του θανάτου τον κατείχεν αφότου τον έφερον, μικρόν έτι, ν' ασπασθή τα κλειστά ψυχρά βλέφαρα του νεκρού πατρός του. Αληθώς παρευρέθη εις πολλάς κηδείας έκτοτε.

Και τότε μόνον ενόησεν ότι ο Μήτρος την εβασάνιζε με τους ήχους και μόνους της φλογέρας του και μικρόν κατά μικρόν, κατά δόσεις καθημερινάς, έχυνεν εντός αυτής ένα αίσθημα όπερ εφοβείτο περισσότερον του αράπη, τον οποίον εγνώριζεν εκ παραδόσεως, παραφυλάσσοντα με το τοπούζι εις την γωνίαν του οικίσκου της.

Κ' ένας τρόμος μυστικός, μια λαχτάρα εβασάνιζε κάθε τόσο την ψυχή μου, μήπως προλάβη άλλος και αρπάξη τη δάφνη μου. Γυρεύεις τι γίνεται; Αλλά πάλιν ησύχαζα στην ιδέα πως άλλος αξιώτερός μου δεν ήταν δυνατόν να γεννηθή. Και ακόμη επίστεψα πώς το δεντρί εκείνο δεν εκαθόταν τόσους αιώνες εκεί στον ανήλιαστο θρόνο του παρά να γίνη μιαν ημέρα άθλο δικό μου και έπαινος.

Εργατικός πολύ και τιμιώτατος, αγάπησε πολύ τον Άνθιμο και ο Άνθιμος τον αγάπησε· μα ο παππά Συνέσιος δεν τον αγαπούσε και κάθε λίγο τον εβασάνιζε και τον αδκούσε, με χίλια δύο. Τα υπόμενε ο καϋμένος ο Σταυράκης και μόνον ήλεγε πότε πότε τα παράπονά του στον Άνθιμο. Εκείνο το πρωί ο Σταυράκης επήγε κ' ευρήκε τον καλόγερο.

Ο Μάρτης ευρίσκετο εις σφοδράν ψυχολογικήν κατάστασιν, ως εκθρονισθείσα Μεγαλειότης, αφήσασα ανεκπληρώτους τους πόθους και τους σκοπούς της. Ενώ δ' εβασάνιζε τον νουν προς εξεύρεσιν καταλλήλου μέσου διά την εκδίκησίν του, εφάνη προκύπτων από μιας του σπηλαίου σχισμής ο Φλεβάρης δειλώς.

Ούτω και η Ιωάννα, αφού παντοιοτρόπως, διά ζηλείας, ψυχρότητος, ιδιοτροπιών και άλλων γυναικείων εφευρέσεων εβασάνιζε τον δυστυχή Φρουμέντιον, ωργίζετο έπειτα κατ' αυτού, αν κραυγή οδύνης εξέφευγε των χειλέων του εν μέσω των παντοίων τούτων βασανιστηρίων ή αν εν τη αδημονία του εδείκνυε τους γρόνθους ή την θύραν του κελλίου είς τινα των αντεραστών του.

Μα από τη στάνη δεν επρόβαινε κανένας μήτε άντρας, μήτε γυναίκα, μήτε όρνιθα παρά όλοι καθισμένοι στη φωτιά ήτανε μέσα κλεισμένοι, ώστε ο Δάφνης δεν ήξερε τι να κάνη κ' εβασάνιζε το μυαλό του να βρη πρόφαση για ν' αμπώξη τη θύρα και ρωτιότανε μοναχός του τι να ειπή πιο πιστευτό: — Ήρθα για ν' ανάψω φωτιά·μα μήπως δεν ήτανε πιο κοντινοί γείτονες; Ήρθα να γυρέψω ψωμίμα το ταγάρι είναι γεμάτο θροφή.

Ανάμεσα εις τον ρόχθον εκείνον των θαλασσών, ξεχώριζε κάτι ως δούπος, ως κτύπος σφύρας, μονότονον και ρυθμικόν, επίμονον όπως το άσμα του τέττιγος και το λάλημα των στρουθίων. Ο Φάλκος, όσον και αν εβασάνιζε τον νουν του, δεν ενόει τι πράγμα ήτον ο συνεχής εκείνος κρότος. Ανυπόμονος επανήλθεν εις την οικίαν διά να ερωτήση την μητέρα του. Την έσεισε διά να την εξυπνήση.

Διηπόρει εν εαυτώ, προς τίνα σκοπόν το πρόσωπον τούτο επαρουσιάσθη ούτω βαθύπεπλον προ των οφθαλμών αυτού. Εβασάνιζε τον νουν του να εύρη τι εσήμαινεν ο πέπλος. Εβίαζε την μνήμην του να τω είπη αν είχεν ιδεί άλλοτε πεπλοφόρους ανθρώπους.

Η Κυρά Ρήνη ήτο η κραταιά βασίλισσα του παντός, έχουσα εις χείρας της τας τύχας του κόσμου. Από καιρού όμως εφαίνετο μη θέλουσα να χρησιμοποιήση την δύναμίν της. Όλη της η προσοχή, όλη της η φροντίς περιεστρέφετο εις τον έρωτά της, εις την επιμονήν του Γιάννου, ήτις την εβασάνιζε και την παρέλυε.