United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άξαφνα σηκώνει γύρω τα μάτια του και βλέπει οργυιές δυο μακριά του ένα βράχο ψηλόν, απόκρημνον με δύο δεντράκια μονόκλαδα στην κορφή. Εφάνταζε μέσα στο νερό σαν γίγαντας με ανοιχτά χέρια. Και κοντά στη ρίζα του, απάνω στην ξανθή αμμουδιά είδε μία τούφα μελάτι διαλεχτό. Εμαύριζε πέρα σαν κατακαίνουργος κατηφές. Δεν χάνει καιρό και τρέχει να το αδράξη. Δεν ήθελε παρά δυο δρασκελιές ακόμη.

Τους νεκρούς! Ιδού η σκέψις η οποία τον εβασάνιζε, το νέφος του οποίου η σκιά εμαύριζε τον φαιδρόν άλλως ορίζοντα του βίου του. Ο τρόμος του θανάτου τον κατείχεν αφότου τον έφερον, μικρόν έτι, ν' ασπασθή τα κλειστά ψυχρά βλέφαρα του νεκρού πατρός του. Αληθώς παρευρέθη εις πολλάς κηδείας έκτοτε.

Αυτά 'παν κείνοι κ' έφυγαν κ' εγέλασε η καρδιά μου πως τ' όνομά μου απάτησε κ' η αλάθευτή μου γνώσι. και ο Κύκλωπας εστέναζε, με πόνους και με οδύναις, 415 και ψηλαφώντας σήκωσε τον λίθον απ' την θύρα, και αυτούτην θύρα κάθισεν απλόνοντας τα χέρια, κάποιον να πιάση, ως έβγαινετην μέση των προβάτων• πως θα 'μουν τόσο εγώ μωρός είχετον νου του ελπίδα. και ωστόσο τον καλήτερον τρόπον εζήτα ο νους μου, 420 ναύρω απ' τον θάνατον φυγή της συντροφιάς κ' εμένα. και απείρους δόλους ύφαινα, τέχναις πολλαίς, ως πρέπει για την ζωή• τι συμφορά μεγάλ' ήταν κοντά μας. και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη. ήσαν αρνιά καλόθρεφτα, εύμορφα και μεγάλα, 425 'π' ως το γιοφύλλι εμαύριζε το δασερό μαλλί τους. σιγά με βούρλα τα 'δεσα καλόστριφτ', απ' εκείνα 'που τα 'χε στρώμα ο Κύκλωπας, τ' άνομο εκείνο τέρας• τριπλά, τριπλά• το μεσινόν έφερνεν έναν άνδρα, τα δυοτο πλάγι εβάδιζαν κ' έσωζαν τους συντρόφους• 430 ώστ' έναν άνθρωπον τρι' αρνιά βαστούσαν και εις εκείνα κριάρ' είδα λαμπρότατο, κ' ευθύς από τα νώτα το 'πιασα εγώ, τυλίχθηκατην δασερή κοιλιά του, και από το πλούσιο του μαλλί πιασμένος με τα χέρια σφικτά κρατιούμουν, κ' έμενα μ' αδάμαστην καρδία. 435

Το χοίρο, ζώο σιτευτό και μεγάλο, μετά το σταύρωμα, το σφάξιμο δηλαδή, τον καψάλιασαν, τον έπλυναν, τον έξυσαν και τον κρέμασαν σ' ένα πρόχειρο ξύλινο τρίποδο με το κεφάλι κάτω. Τον είχαν κάμη άσπρο σαν αυγό και μόνο η μύτη του εμαύριζε, μ' ένα κορδόνι στην άκρη από αίμα πηχτό, σαν σκωλαρήκι, το υστερνό του αίμα. Ύστερα 'δούλεψε το μαχαίρι μέσα κι' όξω και τα κομμάτια τάδωκαν στης γυναίκες.

Ο πόντος εμαύριζε, τα δε κύματα ελεύκαζον, φεύγοντα ως αρνία, κυνηγούμενα υπό ωρυομένων λύκων. Πέραν εγαλάνιζον τα χθαμαλά βουνά της Σκιάθου, και όπισθεν της ξηρονήσου υψούντο τα όρη της Σκοπέλου, εις τας κορυφάς των οποίων έλαμπον ακόμη αι τελευταίαι του ηλίου ακτίνες.