United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσον σιγανόν και αν ήτο το κίνημα του Δαρώτα, αρπάσαντος την φλοκάταν, και όσον εγγύς του ύπνου και αν ευρίσκετο ο Βράγγης, ήκουσεν ουχ ήττον ελαφρόν κρότον όπισθέν του. Εστράφη, αλλά δεν ενόησε κατ' αρχάς την έλλειψιν της πολυτίμου φλοκάτας. Από της κενής όμως θέσεως το βλέμμα του μετέβη γοργώς εις τον φεύγοντα Δαρώταν.

Αλλ' όχι• δεν απεμακρύνοντο• ελοξοδρόμουν απέναντι της Χίου. Τα δε μικρά πλοιάρια, φεύγοντα προς τα δεξιά μας, εχάνοντο το έν μετά το άλλο όπισθεν της τελευταίας άκρας της νήσου. Δεν ήτο δύσκολον να εννοήσωμεν τι συνέβαινεν. Ο Τουρκικός στόλος κατήρχετο ισχυρός, οι δ' επαναστάται ανεχώρουν. Αλλ' οι Χίοι τι έμελλον ν' απογίνωσιν;

Ο Χρήστος ησθάνετο τας δυνάμεις του εκλειπούσας και ήρχιζε ν' απελπίζεται, ότε έξαφνα ακούει μακρόθεν μίαν φωνήν, την φωνήν του Γερομήτρου. — Βάστα, Χρήστε, έφθασα! Τα πρόβατα του Χρήστου φεύγοντα είχον φθάσει μέχρι της καλύβης του Γερομήτρου. Εκπλαγείς ο γέρων ήνοιξε την θύραν του και είδε μακρόθεν τον Χρήστον παλαίοντα με το θηρίον.

Αλλ' ίσως δεν σε γνωρίζουν οι κατοικούντες εις την Αίγυπτον, οίτινες μετά τα εν Συρία θαυμαστά εκείνα κατορθώματα σε υπεδέχθησαν φεύγοντα και διότι κατεδιώκεσο και δι' όσα ανέφερα υπό των εμπόρων των ενδυμάτων, από τους οποίους ηγόρασες πολυτελή ενδύματα και σου εχρησίμευσαν διά το ταξείδι.

Εν τούτοις αι κώπαι έσχιζον το κύμα και μετ' ου πολύ ναύται, ανδράποδα, πλοίαρχος και επιβάται επάτουν τας σανίδας του Αγίου Πορκαρίου, διότι τοιούτον έφερεν όνομα το ευσεβές εκείνο σκάφος. Οι ερασταί εκάθισαν επί σωρού σχολίων παρά την πρώραν, θεωρούντες τα φεύγοντα παράλια της χλοεράς Προβιγγίας.

Οι υετοί ήρχισαν να παρασύρουν έν προς έν του αρχοντικού οίκου τα στολίσματα, τα οποία δεν αντικαθίσταντο καθώς τα φεύγοντα του ανθρώπου έτη, το κάλλος και η υγεία. Το μέγαρον εγήρασεν. Ένας σωρός και αυτό λίθων και πλίνθων και ξύλων. Ο βορράς εσύριζε τον χειμώνα, εισορμών βιαίως διά των θραυσθέντων παραθυροφύλλων.

φαίνεται ως προλειαίνουσα την οδόν και σχεδόν δικαιολογούσα την επερχομένην ερωτικήν παραφοράν του Αντωνίου, ότε κατά την εν Ακτίω ναυμαχίαν εγκαταλείπει την μάχην και ως «παράφορος νήσσα» ακολουθεί τα φεύγοντα πλοία της.

Απωθών την οχληράν πραγματικότητα βυθίζεις την κεφαλήν υπό το εφάπλωμα, ζητών παντί τρόπω να συλλάβης και πάλιν τα φεύγοντα εκείνα φαντάσματα. Τοιούτον τι ησθάνθη και η Ιωάννα ότε, εξυπνήσασα με την γοητευτικήν εκείνην οπτασίαν ευρέθη άπορος, απροστάτευτος και μόνη πλησίον του νεοσκάπτου τάφου του πατρός της.

Τότε παιδία τινά, προσδραμόντα αίφνης εκ του θορύβου, ήρχισαν να ερεθίζωσι κατ' αυτού τους κύνας. Το έν έκραζε·Μη χτυπάς το σκυλί μου! Έν άλλο δεν έχασε καιρόν εις λόγια, αλλά συλλέξαν όσους ηδυνήθη πλείστους λίθους ήρχισε να λιθοβολή διά της τακτικωτάτης μεθόδου τον φεύγοντα.

Οι βάρβαροι κατεδίωξαν τον αυτοκράτορα από Σηλυβρίας μέχρι των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως ξιφήρεις και πατούντες διά των ίππων τα φεύγοντα γυναικόπαιδα, φονεύοντες και ληστεύοντες και πληρούντες το έδαφος διά πτωμάτων. Από την επιδρομήν ταύτην επέστρεψαν με πολλάς χιλιάδας αιχμαλώτων. Ταύτα συνέβησαν κατά το 619 μ.Χ.