United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το δε περισσότερον ανιαρόν είνε ότι και τον καιρόν της οδοιπορίας θα σου ορίση πάρα πολύν, έτη πολλά• δεν αριθμεί με ημέρας και μήνας, αλλά με ολοκλήρους Ολυμπιάδας, ούτως ώστε και μόνον να τον ακούη κανείς κουράζεται και απελπίζεται εκ των προτέρων και στέλλει εις τον κόρακα την επιδιωκομένην εκείνην ευτυχίαν.

Είδες πως δεν πρέπει ο Χριστιανός ποτέ να απελπίζεται; Έλεγε με την πανηγυρικήν του φωνήν, χαρμόσυνον ωσάν την ψαλμωδίαν του την αλησμόνητον. Γύρω του περιίσταντο με σεβασμόν η κοντούλα η Ξενιώ πανευδαίμων με την μητέρα της και ο Μοναχάκης με δακρυσμένους τους οφθαλμούς του από την χαράν.

Και τώρα; Τώρα η θριαμβευτική καλλονή καθηρπάσθη, άρον άρον, από του εν τω ανοικτώ αέρι θρόνου της, και κατεκρημνίσθη εις τας σκοτεινάς λαγόνας του Λεβιαθάν, εις πνιγηράν τινα γωνίαν της Δαντείου Κολάσεως, όπου υφίσταται στρεβλωτικά Ιξίονος μαρτύρια υπό των εν τοις ιδίοις σπλάγχνοις ακαθάρτων πνευμάτων, και αγανακτεί, και απελπίζεται, και κλαίει, ουχί μετανοούσα διά τας αμαρτίας της, αλλά διότι αι σπασμωδικαί εκρήξεις, αι τραγικαί συστολαί και διαστολαί της μορφής αυτής, την κάμνουν να φαίνεται εις τον απέναντί της καθρέπτην δυσειδής, φρικαλέως δυσειδής!

Ο Χρήστος ησθάνετο τας δυνάμεις του εκλειπούσας και ήρχιζε ν' απελπίζεται, ότε έξαφνα ακούει μακρόθεν μίαν φωνήν, την φωνήν του Γερομήτρου. — Βάστα, Χρήστε, έφθασα! Τα πρόβατα του Χρήστου φεύγοντα είχον φθάσει μέχρι της καλύβης του Γερομήτρου. Εκπλαγείς ο γέρων ήνοιξε την θύραν του και είδε μακρόθεν τον Χρήστον παλαίοντα με το θηρίον.

Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της, και κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να χολιάζη, χωρίς να αδημονάη, χωρίς ν' απελπίζεται, περιμένοντας και βγαίνοντας στ' αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαρισμό πόσα χρόνια είχε ο Γιάννης της στα Ξένα.

Αυτηνιές, ση λιέου, είνη παληοφουράδες! . . . Αχηλώνης, μαρή . . . Πού στα χουργιά, τα θ' κάμας! να του φτιάξ' καμμιά αυτ'νό, θε τ' βγάλ'νη, ση λιέου, στου γουμαρουπάζαρου! . . . Τελευταία απ' όλας εκλήθη να λάβη μέρος η Φραγκογιαννού, ως σοφωτέρα όλων των άλλων. Η Μαρούσα είχεν αρχίσει ν' απελπίζεται από τας τρεις πρώτας «ψευτομαμμές», και κατέφυγεν εις ταύτην ως εις τελευταίαν ελπίδα.

Τα πρώτα λοιπόν έτη, όταν αι ελπίδες του περί της επανόδου του υιού του ήσαν ζωηραί ακόμη, και ητοιμάζετο με χαράν να τον δεχθή ως τον Άσωτον υιόν, την συνετήρει επαρκώς την νύμφην του. Αλλ' αφού η αφάνεια του Μοναχάκη παρετείνετο, ο γέρων ήρχισε ν' απελπίζεται και συνάμα να πτωχαίνη. Δεν είχεν άλλο εισόδημα από το πλοίον του. Αλλά το πλοίον του εχάθη πλέον δι' αυτόν.

Δεν τον ετρόμαξε ο γκρεμός, κι’ ουδέ το μαύρο σπήλιο... Δένει στες πλάτες του γερά το φοβερό κοντάρι, Κι’ αρχίζει απάνω στο γκρεμό, σα φείδι, να κολλάη.... Πότε αναιβαίνει δέκα οργυές και πότε πέφτει δέκα.... Ξαναναιβαίνει, προχωρεί και πάλι ξαναπέφτει.... Αρχίζει ν’ απελπίζεται, φωνάζει, βλαστημάει... Τρέχει ο ίδρος απάνω του κι’ οι φλέβες του χτυπούνε, Σα να είταν φείδια ζωντανά και θέλαν να τον πνίξουν... Κάθεται ξεκουράζεται, ξαναρχινάει πάλι, Κι’ αγάλια-αγάλια προχωρεί, σιγά-σιγά αναιβαίνει.

Πώς να την ιδή ευτυχισμένη και δοξασμένη, καμάρι των φίλων, αγκάθι των οχτρών της. Ακόμα και οι τωρινοί κόποι του για κείνη γίνονταν. Να δείξη στον κόσμο τη σειριά της· να την θαυμάσουν και να την προσκυνήσουν οι αιώνες. Μα εκείνη αντί να τον συντράμη στον αγώνα, τον άφησε μάρμαρο. Είνε ή δεν είνε ν' απελπίζεται κανείς! — Γιατί, μαννούλα μου, γιατί; εψιθύρισε παραπονεμένα.

Απελπίζεται τότες ο Μαξιμίνος, σκοτώνεται, και μένει ο Λικίνιος μόνος κυρίαρχος όλης της Ανατολής, καθώς όλης της Δύσης ο Κωσταντίνος. Σε τέτοιο απέραντο Κράτος είχε φυσικά τόπο και για τους δυο. Του Κωσταντίνου όμως η φιλοδοξία έπαιρνε τώρα το δρόμο της, κ' ένας Λικίνιος δε δυνότανε να τη σταματήση. Σ' ένα χρόνο μέσα πιάστηκαν αναμεταξύ τους.