United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είμεθα νεκροί και νομίζομεν ότι ζώμεν. Εις αυτόν εγώ απήντησα• Και ημείς είμεθα άνθρωποι νεοφερμένοι, πατέρα• κατεπόθημεν προ ολίγων ημερών με ολόκληρον το σκάφος μας. Τώρα ήλθαμεν να ίδωμεν τι είνε μέσα εις αυτό το δάσος, το οποίον εφαίνετο εκτεταμένον και πυκνόν. Φαίνεται δε ότι κάποιος θεός μας ωδήγησε να σε συναντήσωμεν και να μάθωμεν ότι δεν είμεθα μόνοι φυλακισμένοι μέσα εις αυτό το θηρίον.

Η συνάντησις εκείνη μας επροξένησε φόβον συγχρόνως και χαράν, και εσταθήκαμεν• και εκείνοι δε έπαθαν το ίδιον και μας παρετήρουν άφωνοι• έπειτα όμως ο γέρων είπεν• Ποίοι είσθε, ξένοι; Μήπως θαλάσσιοι θεοί ή άνθρωποι δυστυχείς όπως ημείς; Διότι ημείς από άνθρωποι κατοικούντες εις την στερεάν εγίναμεν τώρα θαλάσσιοι και πλέομεν ομού με αυτό το θηρίον, το οποίον μας έχει καταπιεί, χωρίς να γνωρίζωμεν ακριβώς την τύχην μας.

Το να παραβάλλωμεν λοιπόν το θηρίον με τον άνθρωπον, είναι ακριβώς ως να παραβάλλωμεν την αυτούσιον αδικίαν προς ένα άδικον άνθρωπον. Διότι εκείνη είναι σχετικώς χειροτέρα. Δηλαδή ημπορεί να προξενήση απείρως περισσότερα κακά ο κακός άνθρωπος από ένα ζώον.

Εις όλους τους θεατάς η πάλη εφαίνετο ότι θα παρετείνετο επί πολύ. Και ο άνθρωπος και το θηρίον, ακίνητοι εις την αγρίαν των πάλην, έμενον ως καρφωμένοι επί του εδάφους. Αίφνης, μυκηθμός υπόκωφος και θρηνώδης ανήλθεν από της κονίστρας. Όλων τα στήθη αφήκαν κραυγήν και πάλιν επήλθε σιγή άκρα.

ΜΑΚΔΩΦ Και εγώ από εκεί να λείπω! σφαγμένη κ' η γυναίκα μου; ΡΩΣ Κ' εκείνη·σου το είπα. ΜΑΛΚΟΛΜ Ησύχασε! Το ιατρικόν του φοβερού μας πόνου είναι η εκδίκησις! ΜΑΚΔΩΦ Αυτός παιδιά δεν έχει . ?α, μου είπες όλα των; — Ανήμερον θηρίον! εύμορφα πουλάκια μου, κ' η μάννα των μαζί των, μαζί; ΜΑΛΚΟΛΜ 'Πολέμησε την λύπην σου 'σάν άνδρας. ΜΑΚΔΩΦ Ναι!

Αλλ' ήκουσά ποτε και κάποιον, όστις απομακρυνόμενος από μίαν πυρκαϊάν έλεγεν εν απογοητεύσει: — Ωχ! αδελφέ, πυρκαϊά είν' αυτή, που δεν έχει ούτ' ένα θύμα; Υπό ολίγην ή πολλήν υπόκρισιν, τοιαύτη είνε η ανθρωπότης εν τω συνόλω ή εν τη μεγάλη πλειονότητι αυτής, όπερ καταντά το αυτό. Είνε μέγα θηρίον, του οποίου η μεγάλη ηδονή ευρίσκεται εις την καταστροφήν.

Τοιούτος είνε πάντοτε εν αρχή ο έρως· αρυόμενος εξ εαυτού την τροφήν και νομίζων ότι δύναται επ' άπειρον να ζήση ως οι τέττιγες διά δρόσου και ασμάτων. Αλλ' άμα ανδρωθή, καθίσταται αχόρταγον θηρίον, απαιτούν, κατά τον εβραϊκόν νόμον, ασπασμόν αντί ασπασμού.

Και ούτω θα εξηκολούθει να διάγη τας τελευταίας ημέρας του ο γηραιός θαλάσσιος λύκος, εωσότου θα ήρχετο ίσως ημέρα, καθ' ην η θάλασσα, το μέγιστον τούτο θηρίον, το οποίον επιμόνως προεκάλει, θα τον ανέρριπτεν εξεγειρομένη από των κόλπων της έως το στερέωμα, ως λέγει ο Βάυρων, και θα τον έπεμπεν ολολύζοντα εις τους θεούς του, απορρίπτουσα αυτόν οπίσω εις την γην. «Εκεί ας κείται! — There let him lay»

Άνδρας είσαι; φαίνεσαι άνδρας ‘ς την μορφήν, πλην είναι γυναικίσια τα δάκρυά σου· τ' άγρια καμώματά σου τούτα ενός θηρίου μαρτυρούν την άλογην μανίαν. Ω συ, με πρόσωπον ανδρός αδύνατη γυναίκα, και με ανθρώπινην μορφήν ανήμερον θηρίον... μα την ιερωσύνην μου, με κάμνεις και θαυμάζω. Σε είχα φρονιμώτερον· είχα γερόν τον νουν σου.

Διά τούτο ησθάνετο μίσος προς το ακόρεστον δι' αυτήν και τους ιδικούς της στοιχείον, και ωρκίσθη εις τον Χριστόν, τον γείτονά της, το τελευταίον παιδί της εις ο συνεκέντρωσε πλέον όλην την γενεάν της, τον Μανώλην της, να μη το κάμη ναύτην. Αλλ' όσην αποστροφήν ησθάνετο η χήρα η Αλτανού προς την θάλασσαν, τόσην αγάπην και πόθον έτρεφε προς το υγρόν θηρίον ο Μανωλάκης της.