United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, 165 την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον· θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης. του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα, και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. 170 και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου, η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα. και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος 175 και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων· κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα, του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, 180 'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα.

Εκείνοι θα τον έβαλαν τον γέρον να φονεύση, με την ιδέαν να χαρούν τα εισοδήματά του. Έλαβ' απόψε δι' αυτούς της αδελφής μου γράμμα και με προειδοποίησε τα μέτρα μου να λάβω. Ανίσως έλθουν εις εμέ να τους φιλοξενήσω, εγώ θα λείπω. ΚΟΡΝ. Ούτ' εγώ, Ρεγάνη, δεν θα μείνω. Εδμόνδε, 'ς τον πατέρα σου εφέρθηκες μου είπαν, ωσάν φιλόστοργος υιός. ΕΔΜ. Το χρέος μου, αυθέντα.

Τότε ο μεγάλος Έχτορας της απαντάει διο λόγια «Άσε με, Ελένη, αν μ' αγαπάς, τι δε μπορώ να μείνω. 360 Να τρέξω τώρα βιάζουμαι τους Τρώες να βοηθήσω, γιατί μετράνε τις στιγμές που λείπω από κοντά τους. Μον ξύπνα τον αφτόν, Λενιό, κι' ας κουνηθεί κι' ατός του, που μέσα ακόμα στο καστρί, πριν βγω, να με προφτάσει.

ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Κυρία, από το παλάτι ήρθεν ο Μίμος πάνω στου στρατηγού το άτι. Σε περιμένει ο Μαξέντιος μέσα στον κήπο όπου ταχτικά τον συναντάς την νύχτα. . . Να του πουν πως λείπω. Πως βρίσκομαι στης μάγισσας Θαΐδος τη σπηλιά και θα γυρίσω με τα φίλτρα. Μιλιά του Γρύλλου μη τυχόν και του ξεφύγη. Γρήγορα, πες του να καβαλικέψει και να φύγη! Τώρα εγώ εδώ προστάζω!

Το εκλείδωσα το γράμμα. — Έρχεται η ώρα να πληρωθούν τα όσα ο βασιλεύς υπέφερεν απ' αυτούς! Το στράτευμα ήρχισε να φθάνη. Το καθήκον μας είναι να πάρωμεν του βασιλέως το μέρος ημείς. Πηγαίνω να τον εύρω κρυφά και να τον βοηθήσω. Εσύ πήγαινε εις τον δούκα και ομίλησε μαζί του, ώστε να μη το πάρη είδησιν ότι λείπω.

Στείλε, παπαδιά, το κλειδί, του παπά-Γιάννη, να πάη να διαβάση εσπερινό, επειδή θα λείπω εγώ . . . Φώναξε το παιδί . . . να πάη ως την εκκλησιά, να του δώση ο παπά-Γιάννης το μικρό γυαλάκι με τ' Άγιο Μύρο . . . Είτα μεταμεληθείς όσον αφορά την αποστολήν του υιού του·

ΜΑΚΔΩΦ Και εγώ από εκεί να λείπω! σφαγμένη κ' η γυναίκα μου; ΡΩΣ Κ' εκείνη·σου το είπα. ΜΑΛΚΟΛΜ Ησύχασε! Το ιατρικόν του φοβερού μας πόνου είναι η εκδίκησις! ΜΑΚΔΩΦ Αυτός παιδιά δεν έχει . ?α, μου είπες όλα των; — Ανήμερον θηρίον! εύμορφα πουλάκια μου, κ' η μάννα των μαζί των, μαζί; ΜΑΛΚΟΛΜ 'Πολέμησε την λύπην σου 'σάν άνδρας. ΜΑΚΔΩΦ Ναι!

Ποιος γυρίζει να τις κυττάξη; Όλοι γυρεύουνε μετρητά, δεν ξετάζουνε τιμή και υπόληψη. — Ούτε ωμορφιά, ούτε νιάτα! είπε η Αννίτσα. — Σα δεν κυττάζουνε την τιμή και την υπόληψη, πούνε το πρώτο πράμμα στη γυναίκα, ξαναείπε η Ταρσίτσα, τι γυρεύεις παρακάτω; Στην Αθήνα είνε άλλος κόσμος. Είνε τριάντα χρόνια τώρα που λείπω, μα θαρρώ πως είμ' εκεί ακόμα. Άλλοι άντρες, παιδί μου. Όλο καρδιά!

Πάω 'πίσω, μάνα, είπεν η Αμέρσα . . . Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω. — Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο. Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν. — Μάνα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι; . . . για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.