United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και για να την καλονοιώση, έλα να σου καθίσω αυτό το στερνό μου το κεντρί, να τρίβης κατόπι το μάγουλό σου και να με θυμάσαι: Σα σκορπιστή αυτή η ιδέα, που τη λεν κάτι που δε σου το φανερώνω να μη σου κατέβη και ξαφνικό, αρχίζει κι ανάβει μεγάλη φλόγα μέσα στις τυραννισμένες καρδιές, που όσο τη φυσάεις, άλλο τόσο μεγαλώνει εκείνη.

Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ποτέ…» «Ήταν συγγενής σου;» «Όχι. Συναντηθήκαμε πριν δέκα χρόνια, στο πανηγύρι του Μιράκολο. Εγώ τότε είχα έναν σύντροφο, τον Ζουάν Μαρία, που με κακομεταχειριζόταν. Με είχε σαν σκυλί. Τότε αυτός ο φουκαράς ο γέρος με πήρε μαζί του. Με είχε σαν παιδί του, δεν μου άφηνε ποτέ το χέρι πριν καθίσω σε σίγουρο μέρος.

Αυτή με εσήκωσε, και βάνοντάς με να καθίσω κοντά της μου είπε· Ταλμούχ, ευχαριστώ τον Ουρανόν, που μας αντάμωσε, και ελπίζω εις την καλωσύνην του να μας ελευθερώση κιόλας από τούτην την περίστασιν που μας εμποδίζει εις το να στεκώμασθε αντάμα· και διά την ώραν πρέπει να έχωμεν υπομονήν, έως που να εύρωμεν την ευκαιρίαν, διά να κάμωμεν καθώς είναι η επιθυμία μας και φθάνει μόνον διά τώρα να συναναστρεφώμασθε κάποτε εδώ κρυφίως, διά κάμποσον καιρόν ακόμη· Ως τόσον διηγήσου μου, σε παρακαλώ, πώς ευρίσκεσαι εις τούτην την χώραν, και τα όσα σου ακολούθησαν έως τώρα.

ΒΕΡΑ — Α! η συμπαθητική μου η μικρούλα. Κύριε Φλέρη! Ξέρετε ότι είμαι ερωτευμένη με την κόρη σας. Τι χαριτωμένο κοριτσάκι. ΦΛΕΡΗΣΜην της δίνετε αέρα, δεσποινίς. Εγώ δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος μαζή της. ΒΕΡΑΕλάτε αφήστε τις αστειότητες. Εγώ θα καθίσω κοντά της. Να! Εδώ .... Με θέλεις μικρούλα μου; ΔΩΡΑΑκούτ' εκεί, δεσποινίς. Μεγάλη χαρά μου. ΦΛΕΡΗΣΏστε έχομεν απαγγελία σήμερα.

Ω! τούτο είναι θαύμα που κ' ένα φόνον ξεπερνά ωσάν αυτόν!... ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Αυθέντα, σ' αποζητούν οι φίλοι σου. ΜΑΚΒΕΘ Ω! Είχα λησμονήσει. — Να μη με συνερίζεσθε, αγαπητοί μου φίλοι. Ασθένεια παράδοξος με βασανίζει· όμως δεν είναι τίποτε αυτό δι' όσους με γνωρίζουν. — Χαρά κ' υγείαόλους σας! Ελάτε. Ας καθίσω. Δότε μ' εδώ 'λίγο κρασί· γεμάτο το ποτήρι!

Επί τέλους κατέθεσεν ο Νέγρης τον κάλαμον και με ηρώτησε τι θέλω. Προέτεινα εν σιωπή την χείρα και έδωκα την επιστολήν. Αφού την ανέγνωσε, μ' επροσκάλεσε να καθίσω επί του μόνου κενού παρ' αυτόν ψαθίνου καθίσματος και ήρχισε να με εξετάζη τι γνωρίζω και τι παρ' αυτού επιθυμώ.

Τώρα πια, περίμενε με κάτω κ' ετοίμασε τα δώματα, κοντά σου να καθίσω. Εγώ εδώόλους αυτούς διαταγή θα δώσω στο ίδιο με σένα φέρετρο να βάλουνε κ' εμένα και να μ' απλώσουν δίπλα σου, στο πλάι σου. Δεν θέλω ούτε νεκρός να χωρισθώ ποτέ μου από σένα, που μόνη μου έμεινες πιστή. ΧΟΡΟΣ Όλοι εμείς μαζί σου το πένθος θα κρατήσωμε, που αλήθεια της αξίζει.

Μ α ρ ί α. Και νομίζετε ότι όταν καθίσω αντίκρυ εις ένα πίνακα με άσπρο πανί και αρχίσω να δίδω ζωήν εις την σκέψιν μου, και να την ντύνω με γραμμάς, με φως, με χρώματα, ότι το έργον μου δεν με ενδιαφέρει. Και όταν βάζω εις αυτό ό,τι έχω καλλίτερο από την ζωή μου, από την ψυχή μου, από την φαντασία μου, όταν αισθάνωμαι ότι δημιουργώ, δεν είμαι ευχαριστημένη.

Πάω 'πίσω, μάνα, είπεν η Αμέρσα . . . Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω. — Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο. Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν. — Μάνα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι; . . . για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.

Αλλ' ενώ ήτο έτοιμος ν' απέλθη, πάλιν έλεγε μέσα του: «Ας καθίσω ακόμα λίγο», και πάλιν «ακόμα λίγο», και είχε γείνει μεσονύκτιον ήδη χωρίς να αισθανθή τον κόπον. Διότι το τρυφερόν και σεμνόν της ψαλμωδίας μεγάλως τον έτερπε.