Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Στερηά και θάλασσα ένα πράμα είνε. Κ' η στερηά χειρότερη απ' τη θάλασσα. Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κ' έφυγε χωρίς να πη καληνύχτα. Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτησε. — Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσης. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα. Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ' αυτό το ταξίδι. — Έτσι πνίγονται οι άνθρωποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός.
— Πάω 'πίσω, μάνα, είπεν η Αμέρσα . . . Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω. — Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο. Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν. — Μάνα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι; . . . για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.
— Είμαι άτυχος άνθρωπος, μου είπε. «Την ανομίαν μου γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διά παντός». Αλλά δε φταίω κ' εγώ. Η τύχη με κατατρέχει Να με σώσης και τούτη τη φορά. Να με πάρης μαζί σου, να ησυχάσω, στάγια χώματα. Τον πήρα. Δε γλύτωσα την πλημμύρα... — Να κυττάξης να ησυχάσης τώρα, του είπα. Να μη σε μέλλη αν κλέβη ο δήμαρχος κι' αν μαλλώνη ο βουλευτής με τον εργολάβο.
— Δε βαριέσαι, είπεν ο 'γούμενος και στον ίδιο καιρό εγέμισε το ποτήρι του γαμπρού, οπού το εκατεβάσε με μιας. — Εγώ σε λυώ από το λόγο σου· πας και τους ήφαες τίποτα; — Δε σου λέου, είπεν ο Κεριάκος με τραυλή φωνή από το ποτό, μα . . . — Δεν έχει μα και ξεμά· όλα είν' έτοιμα, θα πάμε μέσα να ξεμπερδεύωμε, να ησυχάσης και συ.
— Παππαδιά μου, είπεν ο παππά Νάρκισσος, αφού απέφαγε και έκαμε τον σταυρόν του, παππαδιά μου, μου καταιβαίνει ο ύπνος γλυκά γλυκά. Με την άδειάν σου θα τον πάρω. — Να τον πάρης και να τον καλοπάρης, παππά μου. Σου αξίζει να ησυχάσης ύστερα από τόσην κούρασιν σήμερον. Και ούτε θα έλθη κανείς να σε ταράξη με αυτό το ηλιοπύρι.
Ο Θεός έβλεπε το πρόσωπό μου». Ορίστε παπάδες, παιδί μου Παρθένη. Έχομε, σου το είπα, και σου το ξαναλέω, έχομε ανάγκη από ιερωμένους ενάρετους και σεμνούς. Νακούσης τα λόγια μου και να κάνης αυτό το μυστήριο. Τον είχε μισοκαταφέρει ο Δεσπότης. Τον είχε αγγίξει στο φιλότιμο. Η γυναίκα του απ' το άλλο μέρος τον έτρωγε: — Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Είναι καιρός να ησυχάσης.
Παρακαλώ, τα δάκτυλά σου μάκρυνε απ' τον λαιμόν μου· αν κ' εγώ δεν είμαι αράθυμος και προπετής, αλλ' όμως κάτι επικίνδυνον έχω, 'πού σε συμβουλεύω, αν είσαι συνετός, να το φοβήσαι. Κάτω το χέρι σου! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Χωρίστε τους. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αμλέτε, Αμλέτε! ΟΛΟΙ Ω Κύριοί μου, — ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριέ μου, να ησυχάσης. ΑΜΛΕΤΟΣ Και πώς; εις τούτον τον αγώνα θα παλαίσω εγώ μ' αυτόν όσο κινώ τα βλέφαρά μου.
Ο Μιχαληός τον έσερνε απ' το μανίκι. Εκείνος αντιστεκότανε. — Να συμμαζέψουν τα σκυλιά τους ο κόσμος, γιατί θα γίνη μεγάλο κακό. Αυτό σου λέω μονάχα! είπε σκουπίζοντας τα ματια του απ' το κακό του. Ο Μιχαληός, σαν είδε κι' απόειδε πως δεν τον έκαμε ζάφτι, τον πήρε με το καλό. — Έννοια σου! Αύριο θα πω των καπετανέων να τα συμμαζέψουν. Άιντε να ησυχάσης τώρα. Ο Αγγελής δεν έπαιρνε από λόγια.
Ως τόσον ύπαγε, ω αγαπημένε μου νέε, εις την τένταν σου να ησυχάσης, και να φέρης και του συντρόφου σου την χαροποιάν είδησιν, που μέλλει να πάρη την αγαπημένην μου σκλάβαν εις γυναίκα· χαρήτε ανάμεσόν σας και ευχαριστείτε την τύχην σας, που αντί να επιτύχετε την συμφοράν των συντρόφων σας, επιτυχαίνετε την μεγαλυτέραν ευτυχίαν του κόσμου.
Σήμερον να βρέξη εις την Σκυθίαν, εις την Λιβύην ν' αστράψη, εις την Ελλάδα να χιονίση, συ δε ο Βορράς να φυσήσης εις την Λυδίαν και συ, Νότε, να ησυχάσης• ο δε Ζέφυρος να ταράξη τον Αδρίαν και έως χίλιοι μέδιμνοι χαλάζης ας σκορπισθούν εις την Καππαδοκίαν. Αφού δε περί όλων σχεδόν εμερίμνησε, μετέβημεν εις την αίθουσαν του συμποσίου, διότι ήτο καιρός του δείπνου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν