Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Τι κάθομαι όμως και σου λέγω, ενώ τα γνωρίζεις; Εγώ δεν σου έστειλα ένα αλλά πολλούς αγγελιοφόρους, από την ανυπομονησίαν μου. Βεβαίως θα ήκουσες την διχόνοιαν, η οποία εγεννήθη εις την οικογένειαν ένεκα της κόρης αυτού, και διά την οποίαν εγώ πεθαίνω τώρα.

Νάτην η ράχη Αλιτσά· κάθομαιτην κορφή της, Με ζώνει το θυμάρι της και το κοντό κλαρί της· Βλέπω από 'δώθε του Ζυγού τα δασωμένα ράχια· Πέρα του Βάλτου τα βουνά όλο γκρημνούς και βράχια· Η λίμναις τ' Αγγελόκαστρου και τ' Αγρινιού εκεί κάτω· 'Σάν νάνε ασήμι αστράφτουνε κατακαμπίς χυμένο Το Μεσολόγγι δείξε μου τώρα.... ω, νάτονάτο, 'Σ ένα καστέλι χαμπηλότην άκρα εκεί κλεισμένο· Νάτην εκεί κ' η Κλείσοβα και τάλλα τα νησιά του, Και τώμορφο τ' Αντιλικό νάτο κι' αυτό σιμά του.

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα; φροντίδαις έχω εγώτον νουν, όχι ποσώς αγώναις, 'που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει, 155την σύνοδό σας κάθομαι, κ' εδώ τον βασιλέα και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν».

Σκληρός, και λέει πως κάθομαι στην ησυχία μου, και για τις «αφηρημένες μου ψυχώσεις» στέλνω τους «συγκεκριμένους ανθρώπους στο μακελειό, κόβοντας και ράβοντας με ελαφρή συνείδηση την τύχη και την ευτυχία τους». Δε με συγκινεί πολύ αυτός ο χαρακτηρισμός μου. Όπως εγώ στέλνω στο μακελειό συγκεκριμένους ανθρώπους για τα ιδανικά μου, έτσι και ο κ.

Εάν φιλοτιμούμεθα Να την ξαναποκτήσωμεν Μ' ίδρωτα και με αίμα, Καλόν είνε το καύχημα Της αρχαίας δόξης. Στροφή Α Φυσάει σφοδρός ο αέρας, Και το δάσος κυμαίνεται Της Σελλαΐδος· φθάνουσι Μακράν εδώ, όπου κάθομαι, Μουσικά μέτρα. Αφροντίστων ποιμένων Στίχοι δεν είνε, ή γάμου, Ή πανηγυριζόντων Νέων γυναικών και ανθρώπων, Μήτε ιερέων.

Γύρισα με ταδειανά τα χέρια. Με περίμενε στην πόρτα. «Τι θα φάμε, γυναίκατης λέω. Γλυφότανε. Πάντα κάτι κρυφότρωγε προσμένοντάς με. Λιχούδα γυναίκα, βλέπεις. Μ' αγριοκύτταξε. «Τι έφερες να φάμεμου κάνει. Ντροπιάστηκα κ' εγώ. «Δεν πειράζει, γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός», της είπα. «Αυτά ξέρεις του λόγου σου, μου λέει Μα εγώ δουλεύω, δεν κάθομαι σαν κ' εσένα, θέλω να φάω.

Υγίαινε! το καλοκαίρι είναι λαμπρό· κάθομαι συχνά επάνω εις τα καρποφόρα δένδρα, εις το μέρος του περιβολιού το ανήκον εις την Καρολίναν, και με την τέμπλαν, το μακρό εκείνο κοντάρι, κατεβάζω τα απίδια από την κορυφή. Εκείνη στέκεται αποκάτω και τα παίρνει όταν της τα διευθύνω κάτω. 30 Αυγούστου. Κακομοίρη!

Μα η θεία μούγραψε σήμερα πρωί, πρωί, να είμαι εδώ στης εννηά ακριβώς. Ο λ γ ί ν α. Εκτός αν θέλης νάρθης μαζή μας, για να πης το γούστο σου. Και ο Κώστας; Ο λ γ ί ν α. Εβγήκε. Και θάρθη στης εννηάμιση να μας πάρη από τη ράφτρα. Ε λ έ ν η. Μήπως θάρθη απ' εδώ πριν; Ο λ γ ί ν α. Ναι. Ε λ έ ν η. Τότε κάθομαι. Έχω να γράψω ένα γράμμα, για να το ρίξω εις την πόστα κατεβαίνοντας. Χαρτί; Ο λ γ ί ν α.

Μου φάνηκε, ότι είμουν πλειο ευτυχισμένος από όλους, τους βασιλειάδες του κόσμου, κι' όλα τα βασιλόπουλα, που είταν' μαζωμένα εκεί στη Μόσχα. — «Ζη η μάννα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι' εγώ κάθομαι στα Ξένα! Να φύγω το γληγορότεροΚι' έτσι πούλησα ό τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο μ', κίνησα για εδώ, κι' ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.

Καλύτερα, μαννούλα μου, οπού όλο βρέχει και χιονίζει, και κάθομαι κοντά σου, εις την παραστιά . . . — Την ευχίτσα μου νάχης, παιδί μου. Δεξιά και αριστερά! . . . επανελάμβανεν η γερόντισα αντί πάσης άλλης ομιλίας.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν