United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηγρύπνει περισσότερον και από εμέ, και εβιάζετο περισσότερον και από εμέ, όταν παιδίον με απερίγραπτον ανυπομονησίαν ανέμενον την νύκτα του Πάσχα. Τότε μόνον ήθελον να νυκτώνη ταχέως. Τας άλλας ημέρας ήθελον να μη νυκτώνη ει δυνατόν, να μη τελειώσουν τα ατελείωτα παιγνίδιά μου.

Εγώ εξαναγύρισα εις την Μπάσραν με αυτόν όλον τον πλούτον έζησα με την Γατζάνδα με την ιδίαν αγάπην που της είχα· δεν την ωνείδισα διά την ανυπομονησίαν που έλαβε διά να ξαναπανδρευθή· αλήθεια είναι πως αυτή έδειξε πολλήν θλίψιν εις αυτό που έκαμεν, και διά τούτο την εσυμπάθησα.

Καιόμεθα, αγανακτούμεν από ανυπομονησίαν να πραγματοποιήσωμεν το έργον αυτό. Η εικασία μόνη των λαμπρών αποτελεσμάτων αρκεί ν' ανάψη την ψυχήν μας. Πρέπει, πρέπει απολύτως ν' αρχίσωμεν το έργον αυτό την ιδίαν ημέραν και εν τούτοις αναβάλλομεν διά την αύριον.

Τότε αυτή ακολουθώντας την ομιλίαν της μου λέγει· Εσύ, στοχάζομαι πως έχεις μίαν μεγάλην ανυπομονησίαν διά να μάθης εκείνο που έχω να σου μιλήσω, και σε συμπαθώ· μα σαν μάθης, ελπίζω πως θα χαρής μεγάλως· ήξευρε λοιπόν ότι αφόντις και σε είδα, έλαβα μεγάλην κλίσιν διά εσένα και σπλάγχνος· και όχι μόνον αποφάσισα διά να σου φυλάξω την ζωήν, αλλά επιθυμώ διά να σε κάμω και αγαπητικόν μου, και σε προτιμώ από τους πρώτους αξιωματικούς της αυλής του πατρός μου, που είνε συστημένοι διά τες νοστιμάδες μου.

Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.

Με όλον που ημπορούσα να στοχασθώ ένα ευτυχισμένον συνάντημα, κατά τα λόγια του Ευνούχου, ευρισκόμουν όμως όλην εκείνην την ημέραν εις μίαν σκληράν ανυπομονησίαν.

Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν σε καρτερεί.

Ο ιατρός την παρετήρει με βλέμμα πλήρες συμπαθείας. — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία. Αλλ' η άρνησίς της δεν εξέφραζεν ούτε την δυσαρέσκειαν ούτε την ανυπομονησίαν, μετά της οποίας προ ολίγου απεκρίθη εις του επάρχου την ερώτησιν. — Αδελφός σου,; επανέλαβεν ερωτών ο ιατρός. — Όγεσκε. — Λοιπόν αγαπητικός σου;

Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν είχα αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου επιβουλευθή την ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη, με στοχασμόν διά να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι' αυτήν.

Ήρχισε να με ανησυχή η εξέτασις εις την οποίαν η νέα γενεά του χωρίου με υπέβαλλεν, η δ' ανησυχία μου ετρέπετο εις ανυπομονησίαν διά την μακράν του Παντελή απουσίαν, και η βραδύτης του ηύξανε τας υποψίας μου. Επί τέλους τον είδα επιστρέφοντα, αλλ' αντί όνου τον ηκολούθει έτερος χωρικός. ― Δεν έχει Τούρκους. Έλα μαζή μας, Λουτσή.