Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Και έρριψαν ψωμί εις το νερόν και είπαν: «Αυτός ο κύκνος είναι ωραιότερος από τους άλλουςΚαι οι τρεις άλλοι κύκνοι το ήκουσαν και έσκυβαν τας κεφαλάς των εμπρός του. Το δε ασχημόπαπον εντράπη και έκρυβε την κεφαλήν κάτω από την πτέρυγά του, και δεν ήξευρε τι να κάμη. Ήτο τόσον ευτυχισμένον, και δεν ήτο διόλου υπερήφανον. Εσυλλογίζετο πως έως τώρα το κατεφρόνησαν και το επείραζαν.

Μα γιατί να σου το έλεγα, πριν έρθη η ανάγκη να σου το πω; Ήθελα να ζήσω μαζί σου, Γιώργο, γιατί σ' αγαπούσα περσότερο από καθετίς άλλο σ' όλη τη ζωή. Τώρα δεν είμαι νέα. Γέρασα τόσο, όσο δε θα γεράσης εσύ ποτέ. Μόνο πως εσύ δεν το ήξερες, πως δε θέλησες να το δης ποτέ κι αφού σ' έβλεπα τόσο ευτυχισμένον, δεν ήθελα να σε ταράξω.

Ολίγον καιρόν ύστερον που έβαλα τα πράγματα του βασιλείου μου εις καλήν τάξιν, εστοχάσθηκα ότι μου έλειπε το καλύτερον διά να με κάμη τελείως ευτυχισμένον, που ήτον η απόκτησις της ωραιοτάτης Ρετζίας, της οποίας η αγάπη με έκανε να μην έχω ησυχίαν με κανένα τρόπον.

Με όλον που ημπορούσα να στοχασθώ ένα ευτυχισμένον συνάντημα, κατά τα λόγια του Ευνούχου, ευρισκόμουν όμως όλην εκείνην την ημέραν εις μίαν σκληράν ανυπομονησίαν.

Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν. Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και κατέλυσα εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη.

Άλλη από μένα δεν ημπορούσε να σε ελευθερώση από τα χέρια της, και με όλον που είμαι αδελφή της, αν αυτή απεικάση πως σε ελευθέρωσα, φοβούμαι να μη με παιδεύση σκληρώς· μα ότι και αν μου ήθελε τύχει δεν το μετανοώ διά το καλόν που σου έκαμα, και θέλω, διά να είσαι περισσότερον υπόχρεως, να σε βοηθήσω εις το να κάμης ευτυχισμένον το βασιλόπουλο, τον φίλον σου.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια• υιόν εκείνου η μάννα μου με λέγει, αλλ' εγώ τούτο 215 δεν ξεύρω• ποιος εγνώρισε ποτέ την γέννησί του; και άμποτε να 'χα γεννηθή απ' άνδρα ευτυχισμένον οπού το γήρας εύρηκετο μέσο των καλών του• και τώρ' ο αμοιρότατος απ' όλους τους ανθρώπους πατέρας μ' είναι, ως λέγουσιν, αφού τούτ' ερωτάς με». 220

Η Ζεμπρούδα εμβαίνοντας πρώτη εις το κρεβάτι, ο Μουφάκ και η γυναίκα του και η σκλάβες τους ετραβήχθηκαν, και με άφησαν με αυτήν εις εκείνον τον χοντζερέ, εις τον οποίον αφού και ευχαρίστησα τον Ουρανόν διά εκείνο το ευτυχισμένον συναπάντημα, εγδύθηκα, και επλάγιασα σιμά εις το υποκείμενον που αγαπούσα περισσότερον από την ιδίαν μου ζωήν.

Ετούτο είνε όλον το αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που σε έκαμε να μείνης εκστατικός. Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου αποφάσισες να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την θρησκείαν σου; ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με κάνεις τον πλέον ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον.

Εγώ ωσάν τον είδα ευθύς ελευθερώθηκα από την ασθένειάν μου, και έξω από την ευχαρίστησιν που έλαβα να τον ιδώ και αυτόν να μείνη γεμάτος από ευχαρίστησιν διά ένα τέτοιο ευτυχισμένον του συναπάντημα· και αφού τον εκράτησα μερικές ημέρες κλεισμένον εις ένα μου οντάν, η βάγια μου πάλιν τον έβγαλεν από το σαράγι μου με την ίδιαν ευκολίαν που τον είχεν εμπάσει, και ούτως οπόταν ήθελα έκανα και μου τον έφερνεν η βάγια μου με αυτόν τον τρόπον, και εχαιρόμασθε μαζί διά πολύν καιρόν.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν