United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού η μάγεισσα έδειρεν εκείνον τον ταλαίπωρον νέον, διά να ευχαριστήση τον θυμόν της, έτρεξε με προθυμίαν εις το παλάτι των δακρύων της, όπου είχε τον αγαπητικόν της, και πλησιάζοντας εις το κρεββάτι, εκεί που ενόμιζε ότι είναι ο αγαπητικός της, εγονάτισεν από το όπισθεν μέρος, και άρχισε να αναστενάζη και με δάκρυα να λέγη· πού είσαι, φως μου; πού είσαι, ζωή μου; έως πότε σιωπάς; αποφάσισες να με αφήσης να αποθάνω από την θλίψιν χωρίς να μου ειπής ακόμη μίαν φοράν ότι με αγαπάς; αχ ψυχή μου, ειπέ μου καν ένα μόνον λόγον, σε εξορκίζω εις την αγάπην μας, διά να με παρηγορήσης.

Όταν δε εσήκωσαν το τραπέζι και εστράφη προς τον υιόν του διά να τον επιπλήξη, το πρόσωπον διέψευδε την αυστηρότητα της φωνής του. — Δε μου λες, μωρέ μεσημερά, είντά 'νε τα πράμματα που κάνεις; εσύ, πρέπει, αποφάσισες τα κάμης όλες τσι κουζουλάδες του κόσμου. — Είντα κουζουλάδες ήκαμα; απήντησεν ο Μανώλης με απροσδόκητον αταραξίαν.

Ο Οφφκιάλος εις τέτοιαν ομιλίαν κυττάζοντάς τον με έκστασιν του είπε· Βασιλόπουλον, ηξεύρεις εσύ πως εδώ έρχεσαι να ζητήσης τον θάνατον; εσύ ήθελες κάμει καλύτερα να σταθής εις τον τόπον σου, παρά που αποφάσισες να έλθης να χάσης την ζωήν σου.

Πολλά, πολλά θα σου ήλεγα, κι' ακόμα να σου γράψω, Φοβούμαι μη σε βάρυνα, και πρέπει πλιο να πάψω. Απόστασε κι' η γνώσι μου, κι' ο νους μου εσκοτίστη· Από το αχ, κι' από το βαχ πάει η καρδιά μου· εσκίστη Αν με πονέσης σπλαχνική, και μου ιδής τη νήλα, Μου στάζεις μπάλσαμο ζωής μες της καρδιάς τα φύλλα. Κι' ανίσως αποφάσισες να ζιώ χωρίς ελπίδα, Εγνώρισα την τύχη μου, τη μοίρα μου την ίδα.

Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της. — Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.

Για μία φορά που σου έσφαλε, μην αθέτησης τη βουλή, που αποφάσισες να κατορθώσης. ΣΕΒΑΣΤ. Πρώτη ευκαιρία που τύχη, δεν θα μας φύγη. ΑΝΤΩΝ. Ας είναι για βράδυ τώρα, που τους καταπόνεσ' ο δρόμος, δεν θέλει αγρυπνήσουν, μήτε μπορούν, καθώς σαν ήταν ακούραστοι. ΣΕΒΑΣΤ. Κ' εγώ λέω για βράδι· φθάνει. Μουσική σεμνή και παράξενη· και ο Πρόσπερος αποπάνω αόρατος.

Επάνω εις αυτήν την είδησιν η βασιλεία σου ελευθέρωσε τα στρατεύματα, που είχες ετοιμασμένα διά να έλθης κατά πάνω μου, και αποφάσισες να στείλης κυβερνήτην τον βεζύρην Αλή.

Ετούτο είνε όλον το αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που σε έκαμε να μείνης εκστατικός. Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου αποφάσισες να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την θρησκείαν σου; ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με κάνεις τον πλέον ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον.

Έλαβα λοιπόν την μορφήν μιας ελάφου και εφανερώθηκα έμπροσθέν σου, διά να σε υποχρεώσω να με στοσχασθής· εσύ με εκυνήγησες, αλλά χωρίς να με φθάσης, και αφού ερρίχθηκα εις το νερόν, δεν ημπορείς να πιστεύσης την ηδονήν που είχα να σε βλέπω να τριγυρίζης και να ανακατώνης το νερόν διά να με εύρης, και ακούοντας πως αποφάσισες να κοιμηθής εκεί σιμά εις την πηγήν, το εχάρηκα μεγάλως, και εις το αναμεταξύ που εκοιμώσουν, έκαμα και έγινε τούτο το παλάτι διά να σε δεχθώ.