United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΤΙΜ. Ώστε το πλοίον αν δεν εκυβερνάτο δεν θα ηδύνατο να ταξειδεύση, και νομίζεις ότι το σύμπαν αυτό το οποίον βλέπεις κινείται χωρίς κυβερνήτην και χωρίς να το διευθύνη κανείς; ΖΕΥΣ. Εύγε, Τιμοκλή, το παράδειγμά σου είνε πολύ δυνατόν.

Έπειτα εμίσευσαν όλοι ομού διά την Περσίαν, και εκεί έκαμαν τους γάμους με μεγάλην παράταξιν, και εστεφανώθηκαν η Φαρουχνάζ με τον Καρούκ, το βασιλόπουλον της Περσίας, και η Γουλνάζε με τον Σειρμώγ, τον οποίον τον ετίμησεν ο Καρούκ με μεγάλα χαρίσματα και αξίες διά την πιστήν του δούλευσιν, και τον έκαμε πρώτον κυβερνήτην του βασιλείου· επειδή και έπειτα από ολίγας ημέρας μετά τον γυρισμόν τους εις την Περσίαν, απέθανεν ο βασιλεύς ο πατέρας του, ο οποίος εφαίνετο να μην εκαρτερούσεν άλλο διά να αποθάνη, παρά τον γυρισμόν του υιού του.

Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον του καπετάν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του, αφού απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν καταφανή, χαράν εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ' ολίγας ημέρας μέλλοντος να επανέλθη.

Διά τούτο επήρα εις το πλοίον τρόφιμα πολλά και νερόν αρκετόν, παρέλαβα δε και πεντήκοντα φίλους και ομηλίκους, έχοντας τους αυτούς πόθους• προσέτι επρομηθεύθην πολυάριθμα όπλα, διά της υποσχέσεως δε μεγάλου μισθού ευρήκα ένα άριστον κυβερνήτην και το πλοίον, το οποίον ήτον ελαφρόν σκάφος, επεσκεύασα, ώστε ν' αντέχη εις μακρόν και επικίνδυνον ταξείδιον.

Επάνω εις αυτήν την είδησιν η βασιλεία σου ελευθέρωσε τα στρατεύματα, που είχες ετοιμασμένα διά να έλθης κατά πάνω μου, και αποφάσισες να στείλης κυβερνήτην τον βεζύρην Αλή.

Η αληθής ουσία δηλαδή της ψυχής η αχρωμάτιστος και ασχημάτιστος και αψηλάφητος είναι θεατή μόνον από τον κυβερνήτην της ψυχής, τον νουν· πέριξ ταύτης της ουσίας έχει την έδραν της η τελεία επιστήμη, η οποία περιλαμβάνει την αλήθειαν ολόκληρον.

Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια• και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255 αν ζωντανόν τον Αίγισθοτα μέγαρα ήθελ' εύρη τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία. τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν, αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι απόρρικτοντην εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260 καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα• ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις, και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση. και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265 ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει. αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση, τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270 ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε. και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία, πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι, ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275 κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης, απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταντου Σουνίου των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι, του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280 ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι, τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος, όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι. κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285 αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων, και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290 και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμάτην Κρήτη, 'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου. μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη, 'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295 κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα. ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν, κ' εσύντριψαν τα κύματατους βράχους τα καράβια• και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβιατην Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300 και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος, γυρνώντας με τα πλοία τουανθρώπους αλλοφώνους.

Εις το άλλο ανάθημα το ανθρώπινον αποτύπωμα παρίστα κυβερνήτην σκεπτικόν, με την μακρουλήν κεφαλήν του πάντοτε, σκυθρωπόν ιστάμενον ενώπιον του τεταραγμένου πελάγους, εμπρός εις την πρώραν, ωσάν φιγούραν ξυλίνην από κάτω από τα φλόκια.