United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανέλπιστο είναι αυτό το θαύμα! Είναι η γυναίκα μου αυτή που βλέπω, ή είναι πλάνη που μου την στέλνουνε οι θεοί για να με ξεγελάσουν; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι είν' η γυναίκα σου αυτή που βλέπεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Μήπως είναι κανένα φάντασμα από τον κάτω κόσμον; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι, δεν είναι ο ξένος σου κανένας μάγος. ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι λοιπόν αυτή η γυναίκα μου που έθαψα προ ολίγου; ΗΡΑΚΛΗΣ Μην αμφιβάλης.

ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου! πειο αγαπητό κι' από το φως του ήλιου, συγγνώμη ας δώση ο θεός. . . στην αγκαλιά μου σ' έχω, — ανέλπιστο ευτύχημα! — εσέ που σε θαρρούσα κάτω απ' τη γη, στους σκοτεινούς της Περσεφόνης τόπους ΙΩΝ Αγαπημένη μάννα μου! ο γυιός σου ο πεθαμμένος δεν πέθανε, και βρίσκεται στην αγκαλιά σου τώρα.

Η μούχλα δεν το πείραξε το πλέξιμο καθόλου, μόλο που χρόνια πέρασαν απάνω απ' όλα τούτα. Ποιό όνειρο ανέλπιστο μπροστά μου εφανερώθη; ΙΩΝ Σώπα εσύ! που ήξευρες κι' ως τώρα να σωπαίνης. ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν είνε τώρα να σιωπώ και μη με συμβουλεύης. Το λίκνο βλέπω εμπρός μου αυτό που σ' είχα ρίξη τότε, παιδί μου, νεογέννητο σαν ήσουνα και βρέφος, στο άντρο εκεί του Κέκροπος και στης Μακρές της πέτρες.

Άφωνοι κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον και σα στενοχωρημένοι από κάτι νέο, ανέλπιστο, που δε θέλαμε ούτε να το δούμε καν ή να το γνωρίσουμε, προχωρήσαμε αργά στο στενό μονοπάτι. Εκείνο που παρατηρήσαμε είταν πως το σπιτάκι του νησιού δεν είτανε τώρα πια σταχτί. Είτανε χρωματισμένο κόκκινο. Δεν είταν πια το πλατύ δίπατο χτίριο, μα ένα χαμηλό σπιτάκι στη μεριά, όπου έστεκε μια φορά η πρώτη κατοικιά μας.

Οι αλυσίδες τον κρατούν εκεί και τον παραδίνουν στα χασκογελάσματα και στην περιφρόνηση των συνόμοιων του. Έτσι την έπαθε τώρα ο Αλαμάνος. Θες αρρώστεια των γονιών του, θες ο πόθος της ερωταριάς· ή — γιατί όχιτο ανέλπιστο άνοιγμα μιας έδρας δασκαλικής κ' η Σοφία ζάρωσε σα χελώνα μπροστά στη σιδερένια φτέρνα της Ανάγκης. Και όμως ο νέος σοφός είχε μεγάλα σχέδια στο κεφάλι του.

Διατί να μη είνε και αυτός τράγος; Δύνασθε να φαντασθήτε την έκπληξιν των γονέων του, όταν τον είδαν μίαν εσπέραν να φθάση, χωρίς να προηγηθούν προσκλήσεις και παρακλήσεις εκ μέρους των. Η μητέρα του έκαμε τον σταυρόν της, δοξάζουσα τον Θεόν που τον εφώτισε. Βέβαια θαύμα ήτο αυτό το ανέλπιστο.

Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι σαλεβάρι και το φεγγάρι συντροφιά και πάει και την φέρνει... Η μάνα βλέποντας την άξαφνα δεν ημπορεί να πιστέψη τα μάτια της. Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γερανό της, σωριάζεται το γεροντικό κουφάρι ελεεινό από το μαρτύριο.

Αναλαμπή η εκ μεγάλης πυρκαϊάς προκύπτουσα λάμψις, αλλά και αυτή η θερμότης της φλογός. » Ανέλπιστο λιοβόρι. » σ. 221 Λιοβόρι βορειανατολικός άνεμος πνιγηρός και καυστικός. » Και χίλια τ' αντιρίμματα. σ. 221 Αντιρίμματα οι περί την ρίζαν δένδρου τινος φυόμενοι βλαστοί. Σα στο κυβέρτι η μέλισσαις πριν ο γονός κινήση. σ. 221 Κυβέρτι το κύβεθρον, η κυψέλη.

Κι αν είνε τι; Ο γιος του Ευμορφόπουλου δεν πρέπει να τους δουλεύη· όχι, δεν πρέπει. — Και τι θα φάμε; τον ρώτησε μια ήμερα πεισμωμένη κ' εκείνη. Ο Αριστόδημος στάθηκε ξαφνισμένος και την κύτταξε κατάματα. Του φάνηκε ανέλπιστο το ρώτημα της. Γρήγορα όμως αναψοκοκκίνισε, βρόντηξε το ποδάρι του στη γη κι απάντησε. — Δεν ξέρω.

Γλιστρά... γυρίζει πίσω, Με λίγο χιόνιτα μαλλιά, με καταχνιάτην όψη. Περνούν η μέραις σα νερό ... Ανέλπιστο λιοβόρι Τη φλόγα του Τεπελενλή τη σβει, τη συνεπέρνει. Πόλεμος πάντα πόλεμος... 'Σ τάρματα μέρα νύχτα ... Τότε για τον Αλήπασα. Τώρα... για ποιόνε τώρα;... · Η μοίρα τον εγλύκαινε με ταγκαλιάσματά της.