United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμπρός στην πίστη της λησμόνησα το δισταγμό μου κ' η ασήμαντη εκδρομή μας πήρε στη φαντασία μας σχήματα παράξενα, έτσι όπως όταν κοντινά νησιά υψώνουνται στον ορίζοντα και λάμπουνε σε φως φανταστικό. Τέλος μια Κυριακή πρωί καθόμαστε στο κατάστρωμα του βαποριού και βιαζόμαστε να φτάσουμε κει που θέλαμε.

Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώση, κανένας δανειστής να βουλώση τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξη. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που είτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάννα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κ' έτσι ζούσαμε.

Τι μια στιγμή αν πες θέλαμε οι Δαναοί και οι Τρώες να φιλιωθούμε, κι' έτσι οι δυο να μετρηθούμε χώρια, οι Τρώες κάτου να στρωθούν όσοι είναι χωραΐτες, 125 και πάλε εμείς σε δεκαριές πες α θε χωριστούμε και διάλεγε ναν την κερνάει μια μιά κι' από 'ναν Τρώα, θάμεναν δεκαριές πολλές χωρίς τον κεραστή τους.

Άφωνοι κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον και σα στενοχωρημένοι από κάτι νέο, ανέλπιστο, που δε θέλαμε ούτε να το δούμε καν ή να το γνωρίσουμε, προχωρήσαμε αργά στο στενό μονοπάτι. Εκείνο που παρατηρήσαμε είταν πως το σπιτάκι του νησιού δεν είτανε τώρα πια σταχτί. Είτανε χρωματισμένο κόκκινο. Δεν είταν πια το πλατύ δίπατο χτίριο, μα ένα χαμηλό σπιτάκι στη μεριά, όπου έστεκε μια φορά η πρώτη κατοικιά μας.

Αυτή είτανε μια από τις πια αγαπημένες μας διασκέδασες κι όσο σπανιότερα την απολαβαίναμε από τον καιρό που μεγαλώσανε τα παιδιά και δε θέλαμε να ταφίνουμε μόνα, τόσο περσότερο μας μάγευε μια τέτοια βραδιά, γιατί έφερνε μαζί της όλη τη φαιδρότητα και τόνειρο, που είναι η καθημερινή τροφή της νιότης και με τα χρόνια τα φυλάγουμε στην ανάμνηση μόνο σαν ώρες σκόλης.

Το χειμώνα κατοικούσαμε ή στην πόλη, ή τόσο κοντά στην πόλη, ώστε μπορούσαμε να είμαστε κει όποτε θέλαμε. Κ' έτσι, γινότανε και με μας ό,τι και με τον περσότερο κόσμο. Η ζωή της πρωτεύουσας μας παράσερνε στη ζάλη της, ώστε απομένανε μετρημένες οι ώρες, που μπορούσαμε να ζούμε όλοι μαζί και να αιστανόμαστε πως είμαστε όλοι ένα.

Λες θέλαμε καλό να δουν οι Τρώες· μα οι δικοί μας καιρό θαρρώ το πάθος μας θα λεν και ξαναλένε. Μα έγιναν πια, ας τ' αφίσουμε και μ' όλη μας τη λύπη, 65 θέμε δε θέμε την καρδιά σωπώντας μες στα στήθια.

Ο γέρων έτριψε το μέτωπον, την κεφαλήν, και τους κροτάφους του, και είπε: — Τότε, σιωπή. Μη μας ακούσουν... Τσιμουδιά μη βγάλης.. για να νομίζουν πως δεν είν' εδώ κανείς. — Α! όσο γι' αυτό, είπεν η Σοφία, θα μπορούσαμε να κάμωμε τον ψόφιο, μπάρμπα-Σταμάτη. Τι σε θέλαμε σένα;.. Μπάρμπα, να φύγης. Να φερθούμε...

«Μην θυμώνεις καλέ μου άνθρωπε», απάντησε ο Δερβίσης· «Με τίποτα δεν θα θέλαμε να σε δυσαρεστήσουμε»· έτσι ο καυγάς αποσοβήθηκε και το γεύμα ξεκίνησε για τα καλά. Όταν οι Δερβισάδες ικανοποίησαν την πείνα τους, προσφέρθηκαν στις οικοδέσποινες να παίξουν κάτι, αν υπήρχαν όργανα στο σπίτι.

Γιατί δεν την άφησα; Γιατί προσπάθησα να τη βιάσω να κάμη κατιτί ενάντιο από τη θέλησή της και πέρα από τη δύναμή της; Δεν είχα νοιώσει πως δυο χρόνια ολάκερα τέντωνε φοβερά τη δύναμή της για να πηγαίνη περαδώθε μέσα στο σπίτι μου, να χαμογελά μαζί με μας, που θέλαμε να χαμογελούμε, και να παίζη μαζί με μας που θέλαμε να παίζουμε;