Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Τα μάτια τους σπιθοβολούσαν και τα πρόσωπά τους άνθιζαν από το χρώμα της υγείας και της νιότης. Το χερόγραφο πετούσε από τον ένα στον άλλον, έπεφτε κάτω από τα ματογυάλια του, σαν πτώμα στη μελέτη του ανατόμου. Και όλοι έκαναν τις υποθέσεις τους, έλεγαν τα επιχειρήματά τους, κυττάζοντας πάντα τον Αριστόδημο, σα να ήθελαν μόνον εκείνον να πείσουν και να δασκαλέψουν.

Μικρός σαν είταν, ο Κισσιάς, της μάννας του ο πατέρας, της Θεανός, στον πύργο του τον είχε αναθρεμένα· κι' όταν στην ώρα απέ έφτασε της λεβεντιάς και νιότης, 225 κοντά του αφτού τον βάσταξε, γαμπρό του ναν τον κάνει· μα ότι τον πάντρεψε, άφισε τη νύφη αφτού και πήγε, όπου άκουγε τους Αχαιούς, με δώδεκά του πλοία. Όμως κατόπι τ' άφηκε τα πλοία στην Περκώτη και κίνησε να πάει πεζός.

Πρόφερε τα λόγια αυτά με τέτοιον τόνο, σα να με παρακαλούσε να μην της φέρω αντίρρηση. Και δεν της έφερα. Κράτησα μόνο μέσα μου την ανάμνηση του φωτεινού νησιού της νιότης μας και παραξενευόμουνα που νόμιζα πως έβλεπα όλην την ώρα τάστρα ανάμεσα από τα φύλλα των σημύδων. Ενώ μιλούσαμε, η γυναίκα μου σηκώθηκε και στεκόταν πάλι κοντά στο μικρό κρεβάτι.

Δεν είτανε βέβαια η ξένοιαστη ευτυχία με την τυφλή, αδοκίμαστη ακόμα αυτοεμπιστοσύνη της νιότης. Είταν κάτι περσότερο. Είταν εκείνη η ήσυχη αρμονία, που έρχεται μεταξύ δυο ανθρώπων, που υποφέρανε μαζί και νικήσανε, μια ευτυχία, που τίποτε δεν μπορεί να τη θολώση και να τη σβήση, γιατί είναι δεμένη άλυτα μαζί με το πιο τρίσβαθο είναι δυο ανθρώπων.

Πέτρες που στρωθήκανε μια φορά στα σοκάκια του, και πια δεν ξεστρωθήκανε! Μόνο τις στρογγύληνε ο καιρός από πάνω, τις ρίζωσε βαθιά αποκάτω, και τώρα χριστιανός κι αν θέλη να περπατήξη δίχως &να σκύβη&, είναι αδύνατο! Μήτε γω δεν πηγαίνω πια στο χωριό. Σαν ήρθα γέρος από τα ξένα, έμεινα στην πατρίδα της νιότης μου μερικούς μήνες.

Μακάρι να μην πήγαινα σταγαπημένο μου το χωριό, μακάρι νάρχουμουν ίσια στο Μεσοβούνι! Θα μένανε στο νου μου γλυκές και καθάριες της νιότης οι θύμησες, που τις φύλαγα χρόνια και χρόνια μέσα στο νου μου στα ξένα, σαν ιερό φυλαχτήρι, σαν κλωνί δεντρολίβανο. Πήγαινα να λιγοθυμήσω, και το μύριζα, κι ανασταίνουμουν. Θαπέθνησκα δίχως εκείνο. Σαν πρωτογύρισα, είμουνα σαν τρελλός. Πετούσ' από τη χαρά μου.

Αν μου το έλεγε αυτό η γυναίκα μου στα πρώτα χρόνια της νιότης μας θα είμουνα έτοιμος να συζητήσω και να χτυπήσω με όλα τα μέσα μια τέτοια πίστη, που η νηφάλια τάση της εποχής με είχε μάθει να την αντικρύζω σχεδόν με περιφρόνηση. Τα χρόνια, που με κάνανε γεροντότερο, δε μου δώσανε βέβαια την πίστη, όμως μου πήρανε την όρεξη να θέλω να προσηλυτίσω άλλους, ούτε και τη γυναίκα μου την ίδια.

Και γι' αυτό μπορώ να πω ακόμα: Ευλογημένη ας είναι η ζωή κι ό,τι έδωσε αυτή! Μα να την ευλογήσω για ό,τι πήρε, μου είναι αδύνατο. Μα αυτό δεν έγινε ποτέ. Δε θυμούμαι πότε το παρατήρησα, γνωρίζω όμως πως η εντύπωση είναι τόσο στενά δεμένη με την ανάμνηση της γυναικός μου, ώστε τώρα πιστεύω πως δεν την είδα ποτέ μόνο με τη λάμψη της ευτυχίας και της νιότης.

Δε με καταλαβαίνετε, γιαΤι δε θέλετε, γιαΤι ίσως και δεν μπορείτε να με καταλάβετε, Δε συλλογιστήκατε ποτέ πόσοι απ' αυτούς φύγανε από το εργοστάσιο σας σακατεμένοι και χιλιοπαθιασμένοι, ενώ μπήκαν εκεί μέσα μ' όλη τη γεροσύνη και τη φωτιά της νιότης. Πάψτε να είστε τόσο άδικος γι' αυτούς, πατέρα. Ακούστε με και μένα.

Με τη θεία πνοή της ταγιάζει τα μυριοβασάνιστα, τα μισαγριωμένα παιδιά της. Είταν το δεύτερό της τ' Ομηρικό πανηγύρι, με τα ίδια τα τραγούδια, την ίδια την απλότητα, μα με σκοπό από τη γης ως τα ουράνια πιο αψηλότερο. Δεν είτανε για μιαν Ελένη ο αγώνας μας τώρα, — είτανε για λεφτεριά και για πατρίδα. Ηρωικό πανηγύρι στολισμένο με τη χάρη της νιότης και με τα μάγια της λεβεντιάς.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν