United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ηξεύρω πώς εσκέφθη ο πρώτος άνθρωπος, ο αποφασίσας να καλύψη το πρόσωπόν του υπό προσωπίδα· όπως δήποτε όμως και αν εσκέφθη, φαίνεται ότι είχε την αρίστην ιδέαν περί της αξιοπρεπείας και του προορισμού του ανθρώπου. Όταν και αυτή η τρέλλα είνε αναγκαία δι' όλους, ο πραγματικώς τρελλός είνε εκείνος που κάμνει τον φρόνιμον.

Και όμως βλέπεις πώς τρέχει ο κόσμος! ΓΛΟΣΤ. Το βλέπω ψηλαφητά. ΛΗΡ Τρελλός είσαι; Δεν χρειάζονται 'μάτια διά να βλέπη κανείς πώς τρέχει ο κόσμος. Βλέπε με τ' αυτιά σου! Ιδέ πώς υβρίζει εκείνος ο κριτής τον κακόμοιρον εκείνον τον κλέπτην.

Όσο γένεται με κόπο 805 Και μ' αγώνα του ο καλός Ακατάπαυτα φουσκόνει, Ωσπού σκάζει σαν τρελλός. Έτζι όλοι αποχαλνιούνται, Όσοι δεν ευχαριστιούνται, 810 Να πορεύουν τη ζωή τους Κατά την κατάστασί τους. Τα μεγάλα επιθυμόντας, Περηφάνιαις κυνηγόντας, Καταντάν σε φαντασία, 815 Που τους φέρει εις δυστυχία, Και ο κόσμος, που τους βλέπει, Τους γελάει, γιατί τους πρέπει·

Δεν μου λες λοιπόν, Χαρμίδη, γιατί κάνεις έτσι; Πες μου• τι σου συμβαίνει διά να έχω τουλάχιστον αυτό το κέρδος που αγρύπνησα μαζή σου όλη τη νύκτα. ΧΑΡΜΙΔΗΣ. Είμαι τρελλός από έρωτα, Τρύφαινα, και δεν υποφέρω πειά.

ΕΔΓΑΡ Εγώ είμαι ο καϋμένος ο τρελλός, οπού τρώγει βαθρακούς και σαμμιαμίθια· που, όταν τον βασανίζουν τα δαιμόνια και τον φρενιάζουν, τρώγει την σβουνιά και ποντικούς και πνιγμένους σκύλους και πίνει την πράσινην σκέπην από τα στεκάμενα νερά· που τον διώχνουν με ραβδισμούς από ενορίαν εις ενορίαν και τον καθίζουν εις τον φάλαγγα και εις την φυλακήν. και όμως ήτο καιρός που είχε τρεις φορεσιάς ν' αλλάξη κ' έξ υποκάμισα και άλογο να καβαλλικεύη και σπαθί εις την μέσην του.

Την αγαπούσε την Πιπίνα του σαν τρελλός. Και του πουλιού το γάλα της έφερνε. Άρχισε η δουλειά από τα κεριακάτικα τα ζιαφέτια. Ο γέρο Θωμάς αγαπούσε τις ψαλμωδίες. Προσκαλούσε λοιπόν τον Παπά Νικηφόρο, κ' ύστερ' από το φαγεί τον έβαζε κ' έψαλλε. Και με το ψάλσιμο ο γέρος νύσταζε, και πλάγιαζε στο μιντέρι.

ΓΟΝΕΡ. Παρακαλώ, ησύχασε. — Οσβάλδε, αι, Οσβάλδε! — Εσύ, τρελλέ ή πονηρέ, καλλίτερα να φύγης να εύρης τον αυθέντην σου! ΓΕΛΩΤ. Παππού, παππού Ληρ, στάσου μη τρέχης να έλθη μαζί σου και ο τρελλός σου. Μια αλεπού αν τσακωθή ή τέτοια θυγατέρα πρέπει ευθύς να κρεμασθή Το δε σχοινί ν’ αγορασθή κι' η κάπα μου ας πωληθή. Μ' αυτά τα λόγια ο τρελλός σας λέγει καλή 'σπέρα. ΓΟΝΕΡ. Ωραία το εσκέφθηκε!

Μερικές ραβδιές, και συνέφερε ο παπάς. Σαν τρελλός φώναζε ο δύστυχος. Ώσπου άρχισε να καταριέται, και φοβήθηκαν τις κατάρες του, και τον άφησαν κ' έφυγε, και μήτε ξαναφάνηκε μήτε ξανακούστηκε πια. Ζητούν ύστερα να ξελιγοθυμήσουν την κερά Πιπίνα, μα πού να ξελιγοθυμήση! «Να φωνάξουμε τον Επίτροπο», φωνάζει ένας, και ξυπνάει αμέσως η πιτρόπισσα! Άρχισε να κάμνη την τρελλή.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και άφησέ τον να λαλή την μουσικήν του . ΠΟΛΩΝΙΟΣ Υγίαινε! Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ ΠΟΛΩΝΙΟΣ Οφηλία, τι έπαθες; τι τρέχει; ΟΦΗΛΙΑ Ω! φόβος 'πού μ' επήρε, Κύριε, — ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και από τι, 'ς το όνομα του Υψίστου; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τρελλός από τον έρωτά σου; ΟΦΗΛΙΑ Δεν γνωρίζω, αλλά τωόντι, Κύριε, το φοβούμαι. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τι 'πε;

«Φίλε, του είπεν ο Μάρκος, πού σου ήρθε η ελπίδα ότι η Βασίλισσα θα προσέξη έναν τρελλό απαίσιο σαν και σένα; — Μεγαλειότατε, έχω μεγάλα δικαιώματα για να με προσέξη. Πολλά έκαμα γι' αυτήν, κι' απ' αυτήν κατάντησα τρελλός. — Ποιος είσαι λοιπόν; — Είμαι ο Τριστάνος, εκείνος που τόσο αγάπησε την Ιζόλδη, κι' ως που να πεθάνη θα την αγαπάη.