United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Φίλε, του είπεν ο Μάρκος, πού σου ήρθε η ελπίδα ότι η Βασίλισσα θα προσέξη έναν τρελλό απαίσιο σαν και σένα; — Μεγαλειότατε, έχω μεγάλα δικαιώματα για να με προσέξη. Πολλά έκαμα γι' αυτήν, κι' απ' αυτήν κατάντησα τρελλός. — Ποιος είσαι λοιπόν; — Είμαι ο Τριστάνος, εκείνος που τόσο αγάπησε την Ιζόλδη, κι' ως που να πεθάνη θα την αγαπάη.

Στο δωμάτιο της, στο Τινταγκέλ, η Ιζόλδη η Ξανθή στενάζει για τον Τριστάνο και τον προσκαλεί. Να την αγαπάη πάντοτε; άλλη σκέψι δεν έχει, ούτε άλλη ελπίδα, ούτε άλλη επιθυμία. Όλη της η επιθυμία είναι σ' αυτόν, και δυο χρόνια τώρα δεν ξέρει τίποτε από μέρους του. Πού είναι; Σε ποιον τόπο; Να ζη τάχα τουλάχιστον;

Του λες τους καημούς σου; Πάλι τονε χάνεις, και μαζεύεις τρις χερότερα βάσανα στο κεφάλι σου. Κάλλιο να μην έχης καθόλου, καθόλου καημούς. Τι καλό θα σου κάμουν! Και γιατί να χολοσκάνης του κάκου, ακριβή μου. Εσένα η ζωή σου σαν ατάραγο ποτάμι θα τρέχη. Θα σ' αγαπάη ο καλός σου, ό,τι του γυρεύεις δικό σου θα είνε.

Σε τι κακό κατάντησα, Νεφέλες μου, να πέσω, που θέλησαελόγου σας δουλειές μου ν' αναθέσω! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί αυτά απ' την αρχή δεν μου τα εξηγήσατε, μα ένα άνδραν αμάθευτον και γέρο ξεμυαλίσατε; ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Τέτοια πράματα εμείς φτιάνουμε κάθε φορά εις αυτόν που θα φανή ν' αγαπάη τα πονηρά, ως που μεγάλη συφορά να πάθη, για να φοβάται τους θεούς να μάθη.

«Μεγαλειότατε, διάταξε τον ανηψιό σου να πάη αύριο την αυγή καλπασμό στο Καρδουέλ μια επιστολή σε περγαμηνή καλοσφραγισμένη με κερί, για το Βασιληά Αρθούρο. Ο Τριστάνος κοιμάται κοντά στο κρεββάτι σου. Βγε από το δωμάτιό σου την ώρα του πρώτου ύπνου, και σ' το ορκίζομαι στο Θεό και στο νόμο της Ρώμης, πώς αν αγαπάη την Ιζόλδη με τρελλή αγάπη θα θελήση να της μιλήση προτού φύγη.

Ευχαριστιότανε ο Δάφνης που δεν τον επίστευε κι αφού εστάθηκε στη μέση του κοπαδιού κ' έπιασε με το ένα χέρι γίδα και με τάλλο τράγο, ορκιζότανε ν' αγαπάη τη Χλόη όσο θα τον αγαπούσε· κι αν προτιμήση άλλον από το Δάφνη να σκοτωθή αυτός, αντί για κείνη.

Όταν την ανταμώνουμε, — και περίεργο που πολύ σπάνια συμβαίνει αυτό —, δεν μπορούμε να μην την καλοδεχτούμε και μήτε που τη ξεχνούμεν εύκολα. Η ανθρωπότης πάντα θ' αγαπάη τον Rousseau, γιατί ξομολογήθηκε τις αμαρτίες του όχι σε κανέναν παπά, μα στον κόσμο.

Ναι, με αγαπούσατε, Τριστάνε, γιατί να το αρνηθούμε; Δεν είμαι η γυναίκα του θείου σας και δε σας έσωσα δυο φορές τη ζωή; Κ' εγώ πάλι σας αγαπούσα. Δεν είσαστε από τη γενιά του Βασιληά, και δεν άκουσα χίλιες φορές τη μητέρα μου να λέη ότι μια γυναίκα δεν αγαπάει τον άντρα της αν δεν αγαπάη κι' όλο του το σώι; Γι' αγάπη του Βασιλιά, σας αγαπούσα, Τριστάνε. Ακόμη και τώρα αν σας συχωρέση, θα χαρώ.

Ο Θανάσης ο Βιόλας, που καθότανε σκυφτός, μετρώντας τους κόμπους του κομπολογιού του, σήκωσε άξαφνα το κεφάλι του και χαμογέλασε. — Τι θέλεις να μας πης, Γιαννιό; είπε. Μην τύχη κι' αγαπάη το Μαθιό το κορίτσι; Κάτι θα ξέρης του λόγου σου. Ο Μαθιός κοκκίνησε ως ταυτιά. — Δεν ξέρω ποιον αγαπάει! είπε. Την καρδιά της την ορίζει ν' αγαπήση όποιονε της αρέσει. Κανενός δεν πέφτει λόγος.

ΜΠΕΛΙΝΑ Αχ! αγάπη μου, όταν μια γυναίκα αγαπάη πολύ τον άντρα της δεν είναι σε θέσι να σκέπτεται τέτοια πράγματα. Ο κύριος ΜΠΟΝΦΟΥΑΜΠΕΛΙΝΑΑΡΓΓΑΝ ΑΡΓΓΑΝ Έλάτε κοντά, κύριε Μπονφουά· ελάτε κοντά. Πάρετε ένα κάθισμα, σας παρακαλώ.