United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί πολέμαε ο Έχτορας, μ' αλογοσύνη κι' όπλο θάματα κάνοντας κι' αντρών θερίζοντας τους λόχους· μα βήμα ακόμα οι Δαναοί δε θα κουνούσαν πίσω, αν το Μαχά το βασιλιά εκεί π' αντραγαθούσε 505 δεν τον σταμάταε της Λενιός ο ζηλεμένος άντρας, πούστειλε τρίδοντη δεξά στον ώμο του σαΐτα.

ΑΓΓΕΛΟΣ Έφθασα, δοξασμένε βασιλιά της Θήβας, ξεδιαλυμένα φέρνοντάς σου από τα ’κείθε νέα του στρατού που ο ίδιος με τα μάτια μου είδα.

Έβαλε βαθύν αναστεναγμό και σωριάστηκε απάνω στην αγάπη του. Πετρωμένοι στάθηκαν γύρω οι πιστοί του. Κι' ο νέος ο βασιλιάς αγκαλιάζοντας σφικτά την καλή του, είπε με σβυσμένη φωνή: — Πιστοί του βασιλιά! Απάνω στο πιο ψηλό βουνό, μες στα δασά, τα ορμάνια, σκάψτε βαθιά ένα λάκκο. Σκάψτε βαθιά ένα λάκκο και θάψτε μαζί το βασιλιά με τη βασίλισσα. Κ' έκλεισε τα μάτια του.

Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο βασιλιά Αγαμέμνος «Γέρο, αφού τώρα πολεμούν ως στ' ακρινά καράβια, 65 κι' άφελο βγήκε το χτιστό τειχί και το χαντάκι που να γενεί μας παίδεψε και κρυφολπίζαμ' όλοι κάστρο θαν τόχουμε άσπαστο κι' εμείς και τα καράβια, θα πει έτσι ο παντοδύναμος το θέλει γιος του Κρόνου, άχναροι να χαθούμε εδώ αλάργα απ' την πατρίδα. 70 Τι τόξερα όταν γκαρδιακά μας βόηθαε, και το ξέρω και τώρα που έτσι σα θεούς μακαριστούς δοξάζει τους Τρώες, και τα χέρια εμάς μας κόβει και το θάρρος.

Οι στρατοκόποι του βασιλιά, ορθοί αποπάνω της, στεκόντανε σα θαμπωμένοι. Άξαφνα μπήκε μέσα ο νέος ο βασιλιάς. Ένας σεισμός ετάραξε τα φυλλοκάρδια του. Έπεσε απάνω στο άψυχο κορμί και τα μάτια του γενήκανε βρύσες και δεν εστείρευαν. Οι πιστοί του βασιλιά σταθήκανε ολόγυρα σαν πετρωμένοι. Τότε ο νέος ο βασιλιάς ανασηκώθηκε με κόπο.

Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά μας τα Λιμάνια, στον δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του Βασιλιά. Ωιμέ η πίστις και τα όνειρα! Από τα τόσα τέρατα ναι, μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία. Τον ΜπάρμπαΚαληώρα τον υποναύκληρο, συχνά θέλουν να τον πειράζουν οι σύντροφοί του.

Κι' εκιόνε ο κράχτης, τον Ερμή, σα ζύγωνε από πέρα, τον είδε και του βασιλιά τού φώναξε και τούπε «Πρίαμε, σκέψου! Να δουλιά που θέλει νου και σκέψη. Να! κάπιος κοίτα εδώ θαρρώ κομάτια θα μας κάνει. 355 Μον έλα... κάνε... με τα ζα να φέβγουμε· ειδέ τότες γονατιστοί ας ζητήσουμε σπλαχνιά, αν μας συμπονέσει

Όσο θωρείς ολόμπροστα το βασιλιά Αγαμέμνο π' όλο με τ' όπλο του χοιμάει και λόχους π' αλωνίζει, πόδιζε ως τότες, κράζοντας στα παλικάρια, πίσω να περιορίζουν τους οχτρούς όσο μπορούνε πάντα· 205 μα από κοντάρι αν χτυπηθεί ή φάει καμιά σαΐτα και μπει στ' αμάξι, τότες πια θα σου χαρίσει νίκη να σφάζεις κι' ως στα γλήγορα να κυνηγάς καράβια, όσο να σκοτεινιάσει η γης και βασιλέψει ο ήλιος

Τότες με σέβας φώναξαν οι άλλοι Αργίτες όλοι «πάρτε την ώρια ξαγορά, το γέρο σπλαχνιστείτεμα αφτή η βουλή δεν τ' άρεσε του βασιλιά Αγαμέμνου, μόνε τον έδιωξε άσκημα κι' είπε σφιχτό 'να λόγο 25 «Τήρα εγώ, γέρο, μη σε βρω τριγύρω στα καράβια για τώρα ν' αργοστέκεσαι για πίσω να κοπιάσεις, μη δε σε σώσει ούτε ραβδί ούτε θεού στεφάνι.

Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο 495 ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι 500 να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.