United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αφτοί κινούν στα χέρια τους κρατώντας τα τσικούρια και τα πλεχτά σκοινιά μ' ομπρός τα ζα που περπατούσαν· 115 κι' ίσα λοξά ζερβά δεξά παν κάτου απάνου ολούθες. Κι' όταν στης Ίδας έφτασαν τα δροσισμένα πλάγια, πήραν με τροχιστό χαλκό κι' οξές αψηλοκλάρες έκοβαν όλοι βιαστικοί, που με μεγάλους κρότους πέφτανε χάμου.

Σαν ξεκινούσα νάρθω εδώ, πολλές φορές μου τόπε ο γερο-ακοντιστής Λυκάς μες στ' όμορφό μας σπίτι· μες στο ζεμένο μούλεγε αμάξι να καθήσω κι' έτσι στης μάχης την καρδιά να τρέχω με τους πρώτους. 200 Μα εγώ δεν άκουγα, και να! σα σκύλος μετανιώνω. Τα ζα λυπόμουν πούμαθαν να μου καλοχορταίνουν, μήπως τους λείψει εδώ ταγή μέσα σε τόσον ασκέρι.

Κι' η Αθηνά δεν έβγαλε μια λέξη, μον σωπούσε, κι' άγρια ας την έπιανε ο θυμός σκασμένη με το Δία· μα απ' το θυμό ξεχείλισε η Ήρα και του κάνει Τι είναι που κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; 25 Πώς θες τους κόπους άδικα στη μέση να μ' αφήκεις, όσο ίδρωσα ίδρο κι' έσπασα τα ζα στρατολογώντας, τι του Πριάμου είχα στο νου το σόι να ξεκληρίσω.

Μικρόσωμος, κυρτωμένος λίγο, μα στιβαρός σα στομωμένο σίδερο, με ανοιχτά τα δασύτριχα, πλατειά του στήθια, ακουμπούσε στο αλέτρι απάνω το ζερβό του το χέρι για να διευθύνη το υννί και με το δεξί κρατώντας τη βουκέντρα, εκεντούσε τα ζα τα πολυδύναμα, οπού υπομονετικά και υπάκοα, ετέντωναν τον σκληρόσαρκο, πλατύτατο λαιμό τους κ' επροχωρούσαν με το βαρύ τους πάτημα.

Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζαμουλάρια κι' αλόγακι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.

Μ' αφτό στα χέρια ο δυνατός πετούσε Αργοσκοτώστης, 345 και στον Ελλήσποντο κοντά σαν ήρθε και στον κάμπο πιάνει το δρόμο, μιάζοντας παλικαράκι αρχόντου πρωτόχνουδο, που η πιο γλυκιά τ' ανθοστολίζει νιότη. Κι' οι γέροι οι διο σαν τράβηξαν παρέκει απ' το μεγάλο του Ίλου μνήμα, σταματούν τα ζα ναν τα ποτίσουν 350 στο ρέμα· τι είχε πια στη γης και πέσει το σκοτάδι.

Αφτή μακριά απ' τις κονταριές το γιο της κουβαλούσε, και τις ορμήνιες δεν ξεχνάει ο γιος του Καπανέα, αφτές που του παράγγειλε ο φοβερός Διομήδης, 320 Μον τα μονόνυχά του ζα τα σταματάει αλάργα, όξω απ' τη μάχη, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι, κι' ορμάει και το καλότριχο ζεβγάρι του Αινεία πέρα τραβάει απ' των οχτρών στων Αχαιών το μέρος.

Έπειτα ορμάει τον άρχοντα να πιάσει γιο του Πείρου, το Ρίγμο, π' οχ την καρπερή ότι είχε φτάσει Θράκη, 485 και μια του δίνει π' ο χαλκός μες στην κοιλιά του μπήκε, κι' ήρθε απ' τ' αμάξι ανάποδα. Μα και του παραγιού του Αρήθου, ενώ τα διο φαριά προσπάθαε να γυρίσει, του κάθισε μια κονταριά στη ράχη, κι' οχ τ' αμάξι έπεσε χάμου κι' έφυγαν τα ζα του σαστισμένα.

Μα πάντα πρώτος να μιλάς σ' αρέσει... μα ντροπής σου... 478 Ζά' ναι, σου λέω, και τώρα ομπρός τα ίδια, του Εβμήλου, 480 σαν πάντα, κι' όρθιος στέκει αφτός τα γκέμια του κρατώνταςΘύμωσε τότε ο αρχηγός των Κρητικών και τούπε «Αία, κορμί φιλόνεικο, κακόγλωσσε, άμε πάρε παράδειγμα απ' τους άλλους νιους, τι ο νους δε σούχει σέβας.

Και βγάζανε οχ τον πόλεμο το γέρο τα γοργά του τα ζα δρωμένα, και μαζί το στρατηγό Μαχάο. Εκεί τον είδε κι' ένιωσε το γέρο ο Αχιλέας, τι έστεκε ομπρός στ' απλόκοιλου τρεχαντηριού την άκρη 600 θωρώντας τη βαριά δουλιά και τ' άχαρο κυνήγι· και κράζει εφτύς τον Πάτροκλο να βγει ναν του μιλήσει. Κι' εκείνας μόλις άκουσε απ' την καλύβα μέσα, βγήκε σαν Άρης... μα κακού αρχή είταν ναν του γίνει.