United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζαμουλάρια κι' αλόγακι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.

« Εμένα κάθε 'λίγο θα με ψάλλη όχι παπάς, αλλά Μητροπολίτης· κι' όποιος φορεί την μίτρα 'στο κεφάλι, είναι του Πλάστου άμεσος μεσίτης. « Όσο σε μνημονεύει πιο τρανός, τόσο και η ψυχή σου ελαφρόνει, και τόσο της Εδέμ ο ουρανός σιγά σιγά για σένα χαμηλόνει. «Σε ψάλλει Πατριάρχης;. . . ολοΐσα θα τρέξης εις τας χώρας των μακάρων, κι' αν προτιμάς εσύ την μαύρη πίσσα, οι άγγελοι σε πέρνουν άρον άρον.

Αφτός εκεί ξαρμάτωνε το γίγα τον Περίφα, του Οχήσου γιο κι' ολόπρωτο των Αιτωλών κοντάρι· αφτόνε ο Άρης ξέγδυνε, και την περκεφαλαία τ' Άδη φοράει η θέϊσσα μην τύχει και τη νιώσει. 845 Μα το Διομήδη βλέποντας ο θνητοφάγος Άρης, αφίνει εκεί κοιτάμενο το γίγαντα Περίφα όπου τον πρωτοσκότωσε και τη ζωή του πήρε, κι' έτρεξε εφτύς ολόϊσα στο θαρρετό Διομήδη.

ΟΣΒ. Ας ήτο να τον εύρισκα, και ήθελ' αποδείξει με τίνος μέρος είμ' εγώ! ΡΕΓ. Καλά. Καλή σου ώρα Εξοχή παρά το Δούβρον. ΓΛΟΣΤ. Κοντεύομεν να φθάσωμεντην κορυφήν του βράχου; ΕΔΓΑΡ. Την ράχην αναβαίνομεν. Την κούρασιν δεν νοιόθεις; ΓΛΟΣΤ. Μου φαίνεται ολόισα. ΕΔΓΑΡ Ανήφορος μεγάλος! Να, του πελάγους η βοή. Ακούεις; ΓΛΟΣΤ. Δεν ακούω.

Πενηντάρης, στιβαρός όμως σα νέος, σαν άνθρωπος του βουνού, με ηλιοκαμμένο και λιπόσαρκο πρόσωπο, μα με κάτι δόντια που θα λεγες πως του τα φύτεψαν τη στιγμή εκείνη, τόσον ήταν στερεά, άσπρα και ολόισα. Εύθυμος και γελαστός πάντα, εμετάδινε την ευθυμία του και σε μένα.

Δράκος με ράχη κόκκινη σαν αίμα, φρίκη τέρας, π' ατός του ο Δίας τόβγαλε στο φως, πηδά από κάτου απ' το βωμό, κι' ολόισα στην πλατανιά ανεβαίνει 310 Κι' εκεϊ είταν νιόσκαστα πουλιά, έτσι μικρούλια ακόμα, στην άκρη άκρη, στου δεντρού την πύκνα ζαρωμένα, οχτώ, κι' η μάννα τους εννιά που τάχε κλωσσισμένα. Και τ' άκουγες π' απάνου εκεί με κλάμα σπαρταρούσαν μέσα στο στόμα του φιδιού.

Κοντοστάθηκε, έρριξε μια ματιά ολόγυρα και τράβηξε ολόισα κατά το τεζάχι και κάθησε αντίκρυ στον φίλο του. Ούτε «καλησπέρα» ούτε «καλή σου σπέρα».. Αγροικηθήκανε με τα μάτια. — Μονομπράτσο το πήρε! είπε κάποιος από τη γειτονική παρέα. Ύστερα θα πάρη τις βόλτες. — Ας τους να λένε! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ο Σπανός ξαναγέμισε το εκατοστάρι. Οι γέροι κουτσόπιναν. Ούτε μιλιά, ούτε λαλιά.

Αυτό κι' ένας στραβός το βλέπει. Όμως λέει και κάτι λόγια που δεν πρέπει ν' ακούσουν οι πολλοί. Πιάστε τον, στρατιώτες. Δέστε τον. Χολή μ' επότισε η αποστασία του. Ολόισα στη φυλακή. Κακό μου δίν' η παρουσία του. Οι ανωτέρωεκτός του Γαλερίουέπειτα Κουβικουλάριος 1ος ΟΠΛΙΤΗΣ. Αδελφέ μας, δόσε μας την υστερνή σου ευλογία. 2ος ΟΠΛΙΤΗΣ. Είμαστε κατηχούμενοι της εκκλησίας στο κρυφό. . .

Ο Αγαθούλης τάχε χάσει και δεν καταλάβαινε καθόλου πως ήτανε ήρωας. Ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωί αποφάσισε να πάει να περπατήση, βαδίζοντας ολόισα μπροστά του, και πιστεύοντας πως ήτανε προνόμιο του ανθρωπίνου γένους, καθώς και του ζωικού, να μεταχειρίζονται τα πόδια τους, όπως τους αρέσει.

Στη μεγάλη εξοχική στράτα, με τις πυκνές δεντροστοιχίες, που έφερνε ολοΐσα στην ωραία την ακρογιαλιά, είχε χυθή ο κόσμος, διψασμένος από ήλιο. Γέροι, νέοι, παιδάκια, άνδρες και γυναίκες, σαν μιαν απέραντη κάμπια, με χίλια χρώματα, που σερνότανε αργά απάνω στο χώμα, ακολουθούσανε ο ένας τον άλλο στην παράξενη λιτανεία του νεόφαντου ήλιου.