United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιστεύουν στη ζωή χωρίς να ρωτήσουν αν υπάρχη καλύτερη. Υπομένουν και τις εφτά ψυχές των! Για να τιμωρήσουν την ασκήμια της γειτόνισσας που τους φαρμάκωσε ξέρουν μ' ένα πήδημα να βρεθούν απ' τον Άδη στα πόδια της και να την τρομάξουν.

Και η θαυμαστή θεάεμέ• «πολύτεχνε Οδυσσέα, να μένετε εις το σπίτι μου πλεια δεν σας αναγκάζω• αλλ' όμως άλλο πρότερα θα κάμετε ταξείδι, 'ς του Άδη και της άσπονδης αντάμα Περσεφόνης 490 την κατοικιά να φθάσετε, να μάθετε την μοίρα απ' την ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία, μάντη τυφλού, 'που ολόκληραις έχει και αυτού ταις φρέναις• εκείνου μόνου απ' τους νεκρούς έδωσε η Περσεφόνη γνώσιν και νουν• ωσάν σκιαίς οι άλλοι τριγυρίζουν». 495

ΙΑΤ. Χαιρόμενες εβίβα σας· περαστικά τ' αρρώστου, αν θέλη τίποτες φαγί, τη σούπα μόνε δος του, διέτα, νηστείγια φοβερή, τίποτες να μη φάγη, γιατί αν δεν προφυλακτή στον άδη θε να πάγη, κρομύδια π' ουν μαλαχτικά, πράσα καλά βρασμένα, δόστε του το ζουμάκι τους· καλά ν' αν σουρομένα, χαιράμεναις έχετε για. Αύριο πάλ' ερχέμε. ΓΑΡ. Να ζήσης να σ' εχέμε. Κανέλα και Γαρούφω

Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. καιτην Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα 135 η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα, του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη• και τους δύο Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση, εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα. και αυτούτην άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο 140 μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε. βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, 145 και απ' το καράβι ογλήγορααγνάντιο βγήκ' επάνω, έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω• ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη, και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη, της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. 150 και αμέσως εγώ μέτρησατα βάθη της ψυχής μου, τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω. κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτατο πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. 155 αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη, κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτούτον δρόμο μώστειλε, οπούτον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. 160 κει, 'πώβγαινε, το κτύπησατο ραχοκόκκαλό του, και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι. χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του• επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. 165 και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια, κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια, το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινατο πλοίο, 'ς τ' ακόντι στηριζόμενος• τέτοιο θεριό μεγάλο 170 να φέρω δεν θα δύνομουντον ώμο μ' ένα χέρι. εμπρόςτο πλοίο το 'ριξα• κ' εσήκωσα τους φίλους, καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα• «ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμετον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. 175 αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουντο καράβι, ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα».

Αυτός που επιθυμεί να 'δή καλό απ' το βιος του, μέρος σκορπά για λόγου του και μέρος για τη φτώχεια, κάνει καλό σε συγγενείς, κάνει καλό και σ' άλλους και κάνει και συχνές-πυκνές για τους θεούς θυσίες κ' είνε το σπίτι του ανοιχτό και καλοδέχετ' όλους και στο τραπέζι τους καλεί με προθυμιά μεγάλη και φεύγουν όταν θέλουνε και τους ξεπροβοδώνει· κι απ' όλους περισσότερο τιμάει τους ποιητάς μας αν θέλη και παινέματα ν' ακούση όταν πεθάνη και να μην κλαίη αδόξαστος μέσα στον κρύο τον Άδη, σαν το φτωχό το δουλευτή και τον ερημοσπίτη πούχουν οι απαλάμες του κάλους απ' το σκερπάνι.

Αλλ' ουδ' εκείθεν άβλαπτους επήρα τους συντρόφους• ήταν κάποιος Ελπήνορας, νεώτατος• ανδρείαν πολλήν δεν είχε, αλλ' ούτε νουν ανάμερ' απ' τους άλλους 'ς τ' άγια της Κίρκης δώματα μού πήγε να πλαγιάση, ποθώντας το κατάψυχο, της μέθης εις την ζάλη. 555 και άμα το κίνημ' άκουσε, τον κρότο των συντρόφων, ξάφνου εσηκώθη και ποσώς δεν ενθυμήθη πάλι απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβή, 'π' ανέβη• αλλ' απ' την σκέπην έπεσε κατάντικρα, κ' εκόπη ο τράχηλός του, και η ψυχή ροβόλησετον Άδη. 560

Τούτα μου είπε, και η καρδιάτα στήθη μου ερραΐσθη, και έκλαια καθήμενοςτην κλίνη και η ψυχή μου να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. αλλ' άμ' αυτού κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα, το στόμα πάλιν άνοιξα κ' εκείνης απαντούσα• 500 ω Κίρκη, ποιος θα 'ναι οδηγός εις τούτο το ταξείδι; 'ς τον Άδη ακόμη πλέοντας κανείς δεν έχει φθάσει».

Τι τώρα αν σ' αμολήσουμε και πούμε ας πας καλιά σου, ξέρεις εσύ των καραβιών να ξαναβρείς το δρόμο, 450 να κάνεις ή κατασκοπιές ή να μας πολεμήσεις· μα αν σε χαλάσει ο λάζος μου και κατεβείς στον Άδη, δεν έχει πια των Αχαιών παιγνίδια ναν τους παίξεις

Αφού στους φίλους μέσα γνώρισα την ψυχή σου, και πόσο μίσος είχες για μένα αισθανθή, αν έμπαινα μια μέρα και στο δικό σου σπίτι, θα μ'έστελνες στον Άδη με δίχτυα δολερά.

Μα εσύ, σκυλίτσα αδιάντροπη, θυμώδισσα, αν τολμήσεις με τα σωστά σου αγνάντια του κοντάρι να σηκώσειςΈτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. 425 Τότες γυρνάει την Αθηνά και συντυχαίνει η Ήρα «Ωχού μου, αμάλαγη θεά, τώρα άσε ας μη ζητάμε για αθρώπους να πιανόμαστε με των θεών τον πρώτο· άλλοι από δάφτους θεν ας ζουν, θεν άλλοι ας παν στον Άδη, έτσι όπιοι λάχουνε.