Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90 σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο; σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95 από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».
ΤΕΙΡ. Δεν βλέπω τι σκοπόν έχει η ερώτησίς σου• φαίνεται λοιπόν ότι δεν πιστεύεις ότι έγειναν αυτά, όπως σου τα λέγω. ΜΕΝ. Ώστε δεν πρέπει κανείς, Τειρεσία, να δυσπιστή εις τοιαύτας διηγήσεις, αλλά χωρίς να εξετάζη αν είνε δυνατά ή μη να τα παραδέχεται, ως βλαξ;
ΚΡΕΩΝ Αυτήν μου δεν την άλλαξες τη γνώμη ακόμη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πόσος καιρός επέρασε αφ’ ότου ο Λάιος... ΚΡΕΩΝ Έκαμε τι; Δεν ξέρω τι ’ναι όπου ρωτάς με. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εχάθη από θανάσιμην κρυφήν αιτία; ΚΡΕΩΝ Αμέτρητος καιρός έχει, θαρρώ, περάσει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και τότε μάντιν λέγανε τον Τειρεσία; ΚΡΕΩΝ Σοφόν και τότε. Κι όμοια τον ετιμούσαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και τάχα μ’ εθυμήθηκεν ο μάντις τότε;
Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «τούτα όλα, ω Τειρεσία, τ' αποφάσισαν οι θεοί• πλην τώρα δίδαξέ με να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ• 'κεί πέρα της μητρός μου 140 την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμά 'ς το αίμα, και τον υιόν της δεν τολμά 'ς τα μάτια να κυττάξη, ούτε καν λόγο να του ειπή• συ, κύριε, δίδαξέ με αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος».
ΜΕΝ. Εάν αληθώς είσαι τυφλός, ω Τειρεσία, δεν είνε εύκολον να το διακρίνη κανείς πλέον• διότι όλοι εδώ έχομεν ομοίως κενά τα μάτια, μόνον δε τα κοιλώματά των διατηρούνται• κατά δε τα άλλα δεν δύναται κανείς να είπη ποίος ήτο ο Φινεύς και ποιος ο Λυγκεύς. Ότι όμως ήσουν μάντις και ότι υπήρξες αρσενικός και θηλυκός το γνωρίζω από τους ποιητάς.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Συ, που τα πάντα δύνασαι να κρίνης, μάντι, κι όσα μπορούν να λέγωνται κι όσ’ άρρητα είναι, ω Τειρεσία, επίγεια μαζί και ουράνια, την συμφοράν που δέρνει μας αν και δεν βλέπεις, ξέρεις καλά κ’ αισθάνεσαι° μονάχα εσένα, άναξ, προστάτη ευρίσκομε στη δυστυχία.
Και ως ήλθαν όλοι, ωμίλησα 'ς την μέση εκείνων κ' είπα• «θαρρείτε ότι 'ς τα σπίτια μας, 'ς την ποθητήν πατρίδα, θα πάμε• αλλ' άλλο διώρισε 'ς εμάς ταξείδ' η Κίρκη, 'ς τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, να ερωτηθούμε την ψυχή του μάντη Τειρεσία». 565
Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος 'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη 'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους· 'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη· 'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων· 'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος· 'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δίκαια δεν λες ούτε αρεστά στην πόλιν, μάντι, την πόλιν όπου σ’ έθρεψε καθώς αρνείσαι, από απορία που σου ζητάει να τήνε βγάλης. Μη, σ’ εξορκίζω στους θεούς, ω Τειρεσία, αρνείσαι που όλοι, ικέται σου, παρακαλούμε. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Είναι γιατί δεν ξέρετε° μα εγώ ποτέ μου δεν θενά πω το μάντευμα που μέλλει, Οιδίπου, να φανερώση τα φρικτότατά σου έργα.
ΚΡΕΩΝ Αν την αστόχαστη την τόλμη σου νομίζεις πως κάτι αξίζει, βέβαια, δίκιο δεν έχεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Επίβουλος σε συγγενή σου εδείχθης, κ’ έτσι νομίζεις ατιμώρητος πως θενά μείνης; ΚΡΕΩΝ Ομολογώ πως δίκαια μίλησες τώρα, αλλ’ όμως τι ’ναι το κακό που σου ’χω κάμει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μου ’λεγες ή δεν μου ’λεγες πως ειν’ ανάγκη, να στείλω εδώ να φέρουνε τον Τειρεσία;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν