United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και άμ' έφθασετον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασετην στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκετην υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκετο μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξοτο χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκατους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'πουτο δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργείτα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».

Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα, και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη. μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε· «Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, 45 δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις, 'που ανόμησαντο σπίτι σου πολλά καιτον αγρόν σου. αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων, ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος. και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, 50 αλλ' έτρεφ' άλλατην ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,— να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση. τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, 55 όσο σου εφαγωθήκαντο σπίτι κ' επιοθήκαν, και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη, 'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη· ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις».

Διότι ούτε πας σιδηρουργός εις τον ίδιον χαλκόν αποτυπόνει, όταν προς τον ίδιον σκοπόν κατασκευάζη το ίδιον όργανον, είτε εδώ εργάζεται είτε εις τους βαρβάρους. Δεν είναι έτσι; Ερμογένης. Πολύ μάλιστα. Σωκράτης.

Ο χαρακτήρ των γυναικών προς μόνον τον χαλκόν εκείνον της Κορίνθου δύναται να παραβληθή, όστις συνέκειτο εκ μυρίων ετερογενών μετάλλων, εν οις όμως υπήρχε και άδολος χρυσός.

Περί σκοτίας θα ομιλήσω, και τον αιώνα θα εικονίσω. Όπλισε την ψυχήν σου με σίδηρον και χαλκόν. θα διέλθη ενώπιόν σου θριαμβευτικώς η κακία. Άφησε ελευθέρους των δακρύων σου τους καταρράκτας. Έχει ανάγκην βαλσάμου και παρηγορίας η αρετή. Απέραντον σου ανοίγω βίβλον, της οποίας εκάστη σελίς έν άπειρον είνε, της οποίας εκάστη έννοια είνε έν χάος.

ΣΟΛ. Ούτε σιδήρου έχει ανάγκην ο θεός, αλλ' είτε χαλκόν, είτε χρυσόν αφιερώσης, θα γείνη λεία των ανθρώπων, των Φωκέων λόγου χάριν, των Βοιωτών ή των Δελφών, ή κανενός τυράννου ή ληστού, ο δε Απόλλων ολίγον ενδιαφέρεται διά τα χρυσά σου αφιερώματα. ΚΡΟΙΣ. Πάντοτε συ μου κατηγορείς τον πλούτον και τον φθονείς.

Εις το κενόν δε διάστημα του τάφου θάπτουσι μίαν των παλλακίδων την οποίαν πνίγουσιν, ένα οινοχόον, ένα μάγειρον, ένα ιπποκόμον, ένα ιδιαίτερον θεράποντα, ένα αγγελιαφόρον, ίππους, απαρχάς όλων των πραγμάτων του και φιάλας χρυσάς, καθότι δεν μεταχειρίζονται μήτε άργυρον μήτε χαλκόν.

Αφού δ' επροχωρήσαμεν διά μέσου δάσους έως τρία στάδια από της παραλίας, βλέπομεν μίαν στήλην από χαλκόν επί της οποίας επιγραφή με γράμματα Ελληνικά, τα οποία είχον ημιεξαλειφθή και μόλις διεκρίνοντο, έλεγεν• «έως εδώ έφθασαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος». Εφαίνοντο και δύο ίχνη πλησίον επί μεγάλης πέτρας, εκ των οποίων το μεν είχεν έκτασιν ενός στρέμματος, το δε μικροτέραν• υποθέτω δε ότι το μεν μικρότερον ήτο του Διονύσου, το άλλο δε του Ηρακλέους.

Οι δε Μασσαγέται φορούσιν ενδυμασίαν και έχουσι δίαιταν ομοίαν με τους Σκύθας. Είναι ιππείς και πεζοί, διότι πολεμούσι και κατά τους δύο τρόπους· είναι τοξόται και αιχμοφόροι, και κρατούσι πελέκεις. Δεν μεταχειρίζονται ειμή χρυσόν και χαλκόν.

Σαν καινούργια δίλεπτα, είπε τις των θυγατέρων, παραδόξως συγχέουσα εν τη απλότητι αυτής το πολύτιμον μέταλλον προς τον χαλκόν. — Να σας πω τη γνώμη μου. Αυτός ο ξένος, φαίνεται, θα είναι κανένας που γνώριζε εδώ τα μέρη. Εδώ έρχονται πολλές φορές ξένοι με οδηγίες και ανευρίσκουν θησαυρούς. Εδώτην επανάστασι πέρασαν πολλοί οπλαρχηγοί, πολλοί λιάπηδες και πολλοί κλέφτες.