Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Και άμ' έφθασετον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασετην στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκετην υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκετο μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξοτο χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκατους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'πουτο δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργείτα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».

Η Βασίλαινα για μια στιγμή τάχασε από τη χαρά της, άμα άκουσε το χαρμόσινο άγγελμα.. ύστερα από λίγο συνήρθε, έτρεξε στην κασσέλλα της, την άνοιξε, έκοψε ένα μικρό φλωρί από την τραχηλιά της, το έδωκε του σχαρηκιάρη, κι' ενώ το σπίτι γένονταν άνω κάτω από τη χαρά, και μικροί-μεγάλοι έτρεχαν τον κατήφορο να δεχτούν τον Ξενιτεμένο, αυτή ξεκρέμασε το ντουφέκι και τες παλάσκες από τον τοίχο και τράβησε κατά το νεκροταφείο, στο μνήμα της δόλιας της Μάννας, κι' εκεί απάνω έρριξε τρία ντουφέκια στην αράδα «μπαμμμπαμμ!» «μπαμμκι' ύστερα φώναξε με όλη τη δύναμη της: — «Μάνναααα! ήρθ' ο Βασίλ'ς

Ύστερα σηκώθηκε και πάη μπροστά στο εικονοστάσι, σταυροκοπήθηκε, σκύβοντας σε κάθε σταυροκόπημα το γέρικο κορμί της, σα χοντρόκορμη βαλανιδιά, που την κλονίζει η δύναμη του βοριά, κι' αφού τελείωσαν τα σταυροκοπήματα έβαλε ένα σκαμνί μπροστά στο εικονοστάσι, ανέβηκε ψηλά με τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τη σβυστή καντήλα, την κατέβασε ανάγαλια-ανάγαλια, την έχυσε στο βάθος της στιας, την έπλυνε με στάχτη, την γέμισε πάλε με καθαρό νερό και την έδωκε της Μαριανθούλας να την κρατάη, έβγαλε από ένα ξύλινο κουτί καινούριον αφαλό, πέρασε το φυτήλι στον αφαλό, έρριξε στην καντήλα καθαροκάθαρο λάδι, άναψε το φυτήλι, απόθηκε τον αφαλό αναμμένο μέσα στο πλεούμενο λάδι και κρατώντας την αστραφτερή καντήλα με τρεμάμενο χέρι, ξαναπάη στο σκαμνί, ανέβηκε πάλε ψηλά και την κρέμασε μ' ευλάβεια μπροστά ατό εικόνισμα· ξανακατέβηκε με προσοχή ανασκήρησε το σκαμνί, ξανασταυροκοπήθηκε κι' άρχισε να πέφτη στα γόνατα και να κάμη μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της Μάννας του Θεού, που κρατούσε στην τρυφερή της αγκαλιά το Παιδάκι της, χαρούμενη που τούχε μπροστά της.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν