United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποίος τους επρόδωκε και πότε, ότι εγώ έστειλα μακρυά απ' εδώ το παιδί μου; Ω, εχάθηκα η δυστυχισμένη! ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Δεν ξέρω. Αυτούς είδα εγώ να το ζητούν. Και ο Μενέλαος πηγαίνει τώρα γρήγορα, διά να το εύρη έξω από το σπίτι. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονο εχάθηκα! Και σένα, παιδί μου, θα σε σκοτώσουν οι δύο γύπες, ενώ ο πατέρας σου είναι εις τους Δελφούς.

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ω, φίλταται γυναίκες, πώς η μία δυστυχία ακολουθεί την άλλην σήμερα! Μέσα εις το σπίτι η κυρία μου, η Ερμιόνη, αφού έφυγεν ο πατέρας της και εσκέφθη τι ήθελε να κάμη, να σκοτώση την Ανδρομάχην και το παιδί της, θέλει ν' αυτοκτονήση. Τρέμει μήπως ο άνδρας της, όταν μάθη τι έγινε, την διώξη από το σπίτι, ή την σκοτώση, επειδή εζήτησε και αυτή να σκοτώση εκείνους που έπρεπε να σεβασθή.

Αλλ' επί σοι δη φάρμακ' απ' αυτών λυγρά τέτυκται, ως μήτ' εισαΐοις μήτ' εισοράοις α ποιούσιν• ευρήσεις δε κάτω υπό σω λέχει αγχόθι τοίχου προς κεφαλής• και ση θεράπαινα σύνοιδε Καλυψώ . Ποίος, και Δημόκριτος ο φιλόσοφος εάν ήτο, δεν θα εταράσσετο ακούων ονόματα και τόπους ακριβώς αναφερομένους,και ποίαν περιφρόνησιν θα ησθάνετο κατόπιν όταν θα ενόει το ψεύδος;

Είπε• κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν, τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν, και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα 40 ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι•τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι• και αυτούςτο θείον έμπασαν παλάτι• άμ' είδαν κείνοι του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν• ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν 45το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου. και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω, 'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, 50 σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 55 και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα• και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω αγαπητή δούλη και συ όπως εγώ, διότι δούλη είσαι και συ μαζί με την πρώην βασίλισσαν, τώρα δε δυστυχισμένη, τι κάμνουν αυτοί, τι μηχανεύονται πάλιν θέλοντες να με σκοτώσουν την τρισαθλίαν; ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ω δυστυχισμένη, θέλουν να σκοτώσουν το παιδί σου, το οποίον έδιωξες. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον!

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Μου φαίνεται ότι, αν εκείνος ήτο εδώ, δεν θα επάθαινες τίποτε κακόν. Αλλά τώρα δεν έχεις κανένα που να σ' αγαπά. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Δεν γίνεται έξω λόγος περί του Πηλέως ότι έρχεται; ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Εκείνος είναι γέρος, ώστε να σε βοηθήση, και αν έλθη. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Έστειλα και του εμήνυσα και μάλιστα όχι μίαν φοράν μόνον. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Σου φαίνεται ότι πραγματικώς οι απεσταλμένοι σου εφρόντισαν;

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πώς να κάμω; θέλεις και συ να πας εκ μέρους μου; ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Πώς να δικαιολογήσω ότι θα λείψω τόσον από το σπίτι; ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πολλάς δικαιολογίας ημπορείς να εύρης• και συ είσαι γυναίκα. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Είναι πολύς κίνδυνος, διότι η Ερμιόνη προσέχει πολύ. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Βλέπεις; Διστάζεις, ενώ τόσα υποφέρω εγώ που με αγαπάς. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Όχι, μη με βρίζης.

Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. τότε ο ξανθός Μενέλαοςτο δώμα τους ωδήγα• και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 ωραίον χύνει ολόχρυσονολάργυρη λεκάνη, • για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, κ' είχε κρασί γλυκύτατοολόχρυσο ποτήριτο δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, το χαίρε ειπήτε• ότιεμέ γλυκός ήταν πατέρας, όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοίτην Τροία».

Τώρα λοιπόν είναι εκεί ζητών συγγνώμην διά το παλαιόν σφάλμα του και παρακαλών να έχη εις το μέλλον ευνοϊκόν τον θεόν. ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Κυρία, εγώ δεν θα παύσω να σε ονομάζω έτσι, διότι και εις το σπίτι μας έτσι σε ωνόμαζα, όταν ήμεθα εις την Τροίαν.