United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του, 'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135 τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων, 'που με ποτήρια σπόνδιζαντον άγρυπνον Ερμεία, ότιεκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν. περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας, κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140 ως 'π' έφθασετους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην. αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης, κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.

— Η αράδα μου τόρα. . . Ο γέρων δεν είχε κατά νουν να υποχωρήση. Είνε αληθές ότι εθαύμασε και την ευθυβολίαν του όπλου και του ενωμοτάρχου την οξυδέρκειαν· είνε αληθές ότι αυτός δεν εδοκίμασε ποτέ από τοιαύτης αποστάσεως το καρυοφύλλι του· αλλ' η ιδέα ότι ήτο ιδικόν το όπλον, όπλον της εποχής του, εδέσποζε του πνεύματος του απαρασάλευτος.

Εξέβαλε ποτήρια χρυσά και αργυρά, και οι μεν υπηρέται τα εκαθάριζον, αυτός δε κατ' εκείνην την στιγμήν εξήλθε διά να συνομιλήση μετά του Κλεομένους του Αναξανδρίδου, βασιλέως της Σπάρτης, τον οποίον έπειτα έφερεν εις την κατοικίαν του. Όταν ο Κλεομένης είδε τα ποτήρια, εθαύμασε και εξεπλάγη.

Προσκαλέσας εις την λιτήν του τράπεζαν το πολυπαθές εκείνο ζεύγος εθαύμασε των νέων συνδαιτυμόνων το κάλλος, την σοφίαν και την αδελφικήν στοργήν, παρέβαλεν αυτούς προς τον Κάστορα και Πολυδεύκην και, ότε ανεχώρησαν, έδωκεν αυτοίς καλάς συμβουλάς, νέα υποδήματα, την ευχήν του και χρήματα προς εξακολούθησιν της οδοιπορίας.

Είδε κύκλω, και εθαύμασε το άπειρον πλήθος των εν υπαίθρω καθημένων, ων άλλοι μεν έπινον τον καφέν των, άλλοι εκαθαρίζοντο τα υποδήματα, άλλοι ανεγίνωσκον εφημερίδας, άλλοι συνωμίλουν, και άλλοι, οι ενεργητικώτεροι, εθεώρουν τους παρερχομένους. — Πολύ πρέπει να επλούτησαν αι Αθήναι, διελογίσθη, διά να έχουν τόσους αργούς και τόσα καφενεία. Και ετράπη δεξιά, αναβαίνων την οδόν Σταδίου.

Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. τότε ο ξανθός Μενέλαοςτο δώμα τους ωδήγα• και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 ωραίον χύνει ολόχρυσονολάργυρη λεκάνη, • για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, κ' είχε κρασί γλυκύτατοολόχρυσο ποτήριτο δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, το χαίρε ειπήτε• ότιεμέ γλυκός ήταν πατέρας, όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοίτην Τροία».

Δ. | Ότε ήκουσε ταύτα ο Σόλων, είπεν ότι εθαύμασε και ότι έλαβε πασαν προθυμίαν παρακαλών τους ιερείς να τω διηγη- θώσιν ακριβώς και κατά σειράν τα αφορώντα εις τους παλαιούς συμπολίτας του.

Ακούοντάς το ο βασιλεύς εθαύμασε διά την θυσίαν, που του επρόσφερεν ο βεζύρης και του λέγει· πόθεν εκινήθης εις τούτο; Απεκρίθη ο βεζύρης· εξ ιδίας της θελήσεως, ω βασιλεύ, αυτή μου εζήτησε ταύτην την χάριν και επροτίμησε να γίνη μίαν νύκτα νύμφη του βασιλέως παρά να ζήση· η δυστυχισμένη της τύχη εις τούτο την κατήντησε.

Αλλά ποία πενθερά δεν εθαύμασε τα υφαντά της Δεσποινιώς; Τα βαρέα κυλίμια με τα χρωματιστά τετραγωνίδια και τους ρόμβους και τας ζώνας ποικίλων εν αρμονία χρωμάτων; τα τραπεζομάνδηλα τα μεταξωτά, θαύμα της υφαντικής υπερφυέστατον και τας μεγάλας εκείνας προσκεφαλάδας με τας ερυθράς και λευκάς ζώνας; Αλλά και τούτο εκίνει τον φθόνον. — Έχει βιβλία! έλεγον περιφρονητικώς.

Θέλω δε μετά παρέλευσιν ενός έτους σου δηλώσει εγώ αυτός τα αίτια της ελεύσεώς μου». Ο βασιλεύς δε, ως λέγεται, εθαύμασε το μεγαλείον της ψυχής αυτού και τω επέτρεψε να πράξη κατά την αίτησίν του. Ούτος δε κατά την ενιαυσίαν διαμονήν του και την Περσικήν γλώσσαν έμαθεν όσον ηδυνήθη και τους θεσμούς της χώρας.