United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μετά μίαν στιγμήν, ανέπεσεν επί των ποδών της, συνεστάλη υπό τον σταυρόν και ήρχισε να γρυλλίζη, ως εάν η καρδία της η θηριώδης είχεν οίκτον προς το ανθρώπινον εκείνο ερείπιον. Οι υπηρέται του ιπποδρόμου ηρέθιζον την άρκτον διά των κραυγών των. Ο λαός έμενεν άφωνος. Εν τούτοις ο Χίλων ύψωσε βραδέως την κεφαλήν και περιέφερε τα βλέμματά του επί των θεατών.

Ακριβώς αυτήν την στιγμήν τρεις εύσωμοι υπηρέται έφθασαν και κατέθεσαν άνευ δυσκολίας επί της τραπέζης μίαν κολοσσιαίαν πιατέλλαν, περιέχουσαν, όπως μου εφάνη τουλάχιστον, το περίφημον τέρας.

Τόρα λοιπόν υπολείπονται οι δούλοι και οι υπηρέται, μεταξύ των οποίων μαντεύω ότι θα παρουσιασθούν όσοι διαφιλονικούν με τον βασιλέα το κύριον έργον, καθώς τότε διεφιλονίκουν με τους υφάντας όσοι κλώθουν και ξαίνουν και κάμνουν όσα άλλα είπαμεν.

Αλλά την στιγμήν που έκανα προπόσεις με χρυσά ποτήρια για καθένα από τους παρόντας και οι υπηρέται έφερναν το γλύκυσμα, έκραξες και μας έκανες άνω κάτω το συμπόσιον, αναποδογύρισες τα τραπέζια και όλα εκείνα τα πλούτη διελύθησαν ως όνειρον. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν εθύμωσα εναντίον σου άδικα. Και τρεις νύκτες αν διαρκούσε αυτό το όνειρο, θα το έβλεπα ευχαρίστως.

Έχω ένα πλοίον με φορτίον χρυσού. Λάβετε αυτό, μοιράσατέ το, φύγετε και συμφιλιωθήτε με τον Καίσαρα. ΥΠΗΡΕΤΑΙ. Να φύγωμεν! ποτέ! ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κ' εγώ αυτός έφυγα διδάξας τους ανάνδρους να δραπετεύουν και να στρέφουν τα νώτα. Πηγαίνετε, φίλοι. Απεφάσισα να ακολουθήσω πορείαν, ήτις δεν έχει χρείαν υμών· απέλθετε· οι θησαυροί μου είναι εις τον λιμένα· λάβετε αυτούς.

Η μήτηρ του Άρεως διέμενεν εις τον ναόν τούτον· ο θεός, ανατρεφόμενος αλλαχού, εγένετο έφηβος και ηθέλησε να εισέλθη διά να συνομιλήση με την μητέρα του· αλλ' οι υπηρέται, οίτινες ποτέ δεν τον είχον ιδεί, δεν τον άφησαν και τον απώθησαν· τότε αυτός έλαβεν ανθρώπους από άλλην πόλιν, έδειρε τους υπηρέτας και εισήλθεν εις της μητρός του.

Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέση κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν.

Μη δυνηθείς όμως να μεταβή ο ίδιος, απέστειλεν άλλους και άλλους• επειδή δε οι αποστελλόμενοι ήσαν απλοϊκοί υπηρέται, ευκόλως εξηπατώντο και επανερχόμενοι διηγούντο όσα είδον και όσα δεν είδον και προσθέτοντες εις όσα ήκουσαν, διά να ευχαριστήσουν περισσότερον τον κύριόν των. Ούτω δε εξήπτον την φαντασίαν του αθλίου γέροντος και του διεσάλευον τας φρένας.

Τι εποίησεν; έργα θαύματος, και ελέους, και δυνάμεως, και αθωότητος, και μόνα ταύτα. Αλλ' ο Ιησούς επανέρχεται εις το πρώτον ερώτημα νυν ότε παρεσκεύασε τον Πιλάτον όπως εννοήση την απόκρισιν· Ναι, είνε Βασιλεύς· αλλ' όχι εκ του κόσμου τούτου· όχι εντεύθεν· όχι Βασιλεύς υπέρ ου οι υπηρέται Του θα πολεμήσωσιν.

Και τα παιδιά της τάμοιρα εκλαίγανε κ' εκείνα στους πέπλους της μητέρας τους με πόνο κρεμασμένα. Εκείνη στην αγκάλη της τάσφιγγε με λαχτάρα και πότε το ένα βιαστικά φιλούσε, πότε τάλλο. Μα κι' όλοι οι υπηρέται της, που έχει στο παλάτι, έχυναν μαύρα δάκρυα για την καλή κυρά τους και για την μαύρη μοίρα της.