United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθήσασα επί του βάθρου παρά την εστίαν, περιέφερε το βλέμμα εις τας πλευράς και εις τας γωνίας του εσωτερικού, και υφίστατο παράδοξον εντύπωσιν.

Ο Δημήτρης περιέφερε το βλέμμα πέριξ θολόν χωρίς να διακρίνη τι κ' αίφνης ετράπη φεύγων διά της αγοράς ταχέως, ίνα μη ίδη και ακούση τα σαρκαστικά βλέμματα και τας ύβρεις των χωρικών. . . Η απελπισία του Δημήτρη δεν είχε πλέον όρια.

Ο Σκούντας επλησίασεν, εισήλθεν, έψαυσε την θύραν, την ηρεύνησεν, έμπροσθεν και όπισθεν, και συγχρόνως περιέφερε προφυλακτικά βλέμματα πέριξ, προνοών μη τον ίδη τις. Τότε ανεκάλυψεν ότι η θύρα αύτη εκλείετο έσωθεν διά δύο παχέων μοχλών, και δεν εφαίνετο έχουσα κλείθρον.

Τέλος, αφού περιέφερε βλέμμα εις τους τεσσάρας φράκτας και εις τας τέσσαρας γωνίας του κήπου, εστράφη προς το μαγγανοπήγαδον, έβγαλεν από την εσωτερικήν τσέπην του επενδύτου μικρόν φάκελλον και τον ενεχείρισεν εις τον μπαρμπα -Γιώργην τον Απίκραντον. Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος έλαβε τον μικρόν φάκελλον και στραφείς προς τους δύο συντρόφους του, ήρχισε να διερευνά το περιεχόμενον.

Κατανυγείς την καρδίαν, έκρινεν επίκαιρον να εμφανισθή, και ανοίξας την θύραν, εισήλθε. Το πρώτον κίνημα όπερ έκαμεν, ήτο να νεύση προς τον Πρωτόγυφτον ίνα αποσυρθή. Ούτος δε αφορμήν περιέμενε, και εξήλθεν ευθύς, προτού η Αϊμά προλάβη να τον παρατηρήση. Αλλ' όμως έστρεψεν ακολούθως το όμμα και είδε την αφάνειαν του Γύφτου. Τότε περιέφερε μετά τρόμου το βλέμμα επί του προσώπου του Πλήθωνος.

Μπέλλα, πότε θάρθη; Και τα μάτια της Μπέλλας εγέμιζαν δάκρυα. Και ο ασθενής επρόσθετε. Μην κλαις· θάρθη χωρίς άλλο. Δυο τρεις ημέρας κατόπιν, τον εμετάλαβαν και μία γαλήνη υπερκόσμιος εξωράισε το κάτισχνον πρόσωπόν του. Περιέφερε το βλέμμα εδώ κ' εκεί, εκινούσε τα χείλη, ωσάν κάτι να ήθελε να ειπή, όταν έξαφνα διεδόθη ότι ένα καράβι είχεν αράξη στον Τούρλο.

Περιέφερε και αύθις το βλέμμα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο εισέτι η Αϊμά. — Πώς βιάζεσαι τόσον, είπεν ο Γύφτος. Δεν θα σε φιλεύσωμεν κάτι; — Ευχαριστώ. — Ύπαγε, μωρή, να φέρης την φιάλην με το κρασί να κεράσωμεν τον μουστερήν, είπεν ο Γύφτος προς την γυναίκα του. Αλλ' ας είνε, κάθισε, πηγαίνω εγώ.

Αλλά μετά μίαν στιγμήν, ανέπεσεν επί των ποδών της, συνεστάλη υπό τον σταυρόν και ήρχισε να γρυλλίζη, ως εάν η καρδία της η θηριώδης είχεν οίκτον προς το ανθρώπινον εκείνο ερείπιον. Οι υπηρέται του ιπποδρόμου ηρέθιζον την άρκτον διά των κραυγών των. Ο λαός έμενεν άφωνος. Εν τούτοις ο Χίλων ύψωσε βραδέως την κεφαλήν και περιέφερε τα βλέμματά του επί των θεατών.

Όχι, άλλη μητρυιά δεν εφέρθη ποτέ τόσον σκληρή εις τον πρόγονόν της!. . . Όντως εσκέπτετο η Μάρω θλιβομένη διά την απώλειαν του Γιάννου και διά την τόσην αδιαφορίαν της μητρός της. Περιέφερε το δακρυσμένον της βλέμμα εν τω δωματίω, άτονον ήδη και ηλίθιον και από καιρού εις καιρόν εψιθύριζε με παράπονον: — Πάει αυτός, πάει τόρα αυτός!. . .

Ο Ούρσος έμενεν ακίνητος εις το μέσον της κονίστρας, όμοιος εν τη γυμνότητί του με κολοσσόν εκ γρανίτου, με έκφρασιν αναμονής και θλίψεως εις το βάρβαρον πρόσωπόν του. Και βλέπων κενήν την κονίστραν, περιέφερε την έκπληξιν των γαλανών και παιδικών οφθαλμών του προς τους θεατάς, τον Καίσαρα και έπειτα εις τας κιγλίδας των υπογείων, οπόθεν ανέμενε τους δημίους.