United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι εγίνωσκεν ότι ο κύριός του είχε προ πολλού διακόψει πάσαν προς τους μοναχούς σχέσιν και ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην ετόλμα άνθρωπος φορών ράσον να παρουσιασθή όπως ζητήση συνέντευξιν μετά του Πλήθωνος. — Και τι τον θέλεις; ηρώτησεν ο Θεόδωρος αποτόμως. — Θέλω να τω ωμιλήσω, απήντησε μετά συστολής ο ξένος. — Τι έχεις να το είπης; Ο ξένος εκίνησε τους ώμους.

Κατανυγείς την καρδίαν, έκρινεν επίκαιρον να εμφανισθή, και ανοίξας την θύραν, εισήλθε. Το πρώτον κίνημα όπερ έκαμεν, ήτο να νεύση προς τον Πρωτόγυφτον ίνα αποσυρθή. Ούτος δε αφορμήν περιέμενε, και εξήλθεν ευθύς, προτού η Αϊμά προλάβη να τον παρατηρήση. Αλλ' όμως έστρεψεν ακολούθως το όμμα και είδε την αφάνειαν του Γύφτου. Τότε περιέφερε μετά τρόμου το βλέμμα επί του προσώπου του Πλήθωνος.

Μόνον δε, ότε διαρρήδην την ηρώτησεν ούτος αν δεν επεθύμει να νυμφευθή τον Μάχτον, τότε απήντησε ναι, προσθείσα και τον όρον της εκτελέσεως υπεσχημένον παρά του Πλήθωνος, ήτοι την περί της τύχης αυτής εκμυστήρευσιν. Ο φιλόσοφος ανενέωσε την υπόσχεσίν του. Τότε και η Αϊμά επανέλαβεν εκ δευτέρου και εκ τρίτου ότι εδέχετο να νυμφευθή τον Μάχτον.

Τούτο ήτο θαύμα, διότι η επικρατούσα πρόληψις παρά τοις χωρικοίς κατά του Πλήθωνος ήτο ισχυροτάτη. Και όμως το γόητρον του χρυσίου είνε πάντοτε ισχυρότερον, και ο Πλήθων αντήμειβε γενναίως πάσαν τοιαύτην υπηρεσίαν.

Το λοιπόν του χρόνου διήγε περιπλανώμενος ανά την Ανατολήν, όπου είχεν οπαδούς και θαυμαστάς ικανούς, διότι οι λόγιοι του καιρού εκείνου ηλαύνοντο υπό παραδόξου οργασμού, και ή εγίνοντο οπαδοί των δοξασιών του Πλήθωνος, ή ενεκολπούντο τα δόγματα της Ρώμης.

Αλλά το μέρος εκείνο ήτο αόρατον από ατραπού και ουδείς ουδέν ηδύνατο να υποπτεύση. Την επαύριον περί την μεσημβρίαν, ότε ο Τρέκλας διετάχθη να υπάγη εις το άντρον του Πλήθωνος, όπως κομίση την είδησιν περί της αποδράσεως της Αϊμάς εκ του μοναστηρίου, ουδέν ίχνος της νυκτερινής πάλης, πλην αμυχών τινων, εφαίνετο επί του προσώπου του Τρέκλα.

Δύναταί τις λοιπόν να είνε άλλως μέτριος και επιεικής καθ' εαυτόν, αλλ' εις το δημόσιον δεν επιτρέπεται να μετέρχηται τοιούτον ύφος, όταν η εποχή δεν επιτρέπη τούτο. Όθεν η συγγραφική τέχνη παρά τοις «λογίοις» πολύ απέχει του να είνε έκφρασις ατομικών αισθημάτων, και η παρατήρησις αύτη του Πλήθωνος έτεινεν εις το να ψεύση εκ προκαταβολής το γνωστόν αξίωμα περιωνύμου τινός νεωτέρου φυσιοδίφου.

Εν τούτοις η νυξ προυχώρει, και τούτο πάλιν προυξένει αμηχανίαν. Ο Πλήθων δεν ήθελε να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην μετά της Αϊμάς και δεν επεθύμει πάλιν ν' αφήση αυτήν μόνην. Την στιγμήν εκείνην ο φιλόσοφος μετενόει διότι απέπεμψε τον Πρωτόγυφτον. Ο δισταγμός του Πλήθωνος όπως μείνη μετά της Αϊμάς την νύκτα ουδέν το επίμεμπτον είχε. Προήρχετο καθαρώς εξ αβρότητος.

Είδωλα και ξόανα θεών, τα μόνα άτινα είχον διασωθή εκ της φανατικής μανίας των μοναχών, σύμβολα και εμβλήματα αρχαία, βωμοί, θυμέλαι, θύρσοι, γλαύκες, ουδέν εκ των κλασσικών εμβλημάτων έλειπεν εκ του άντρου του Πλήθωνος. Οσάκις απεσύρετο ούτος εις το άντρον, επεθύμει να έχη πάσας ταύτας τας μυστικάς ψυχαγωγίας, αίτινες έτερπον το πνεύμα αυτού.

Αλλ' όσοι και αν ήσαν ούτοι, ήσαν ανεπαρκείς. Και ασυγκρίτως δε αν ήσαν πολυαριθμότεροι, βεβαίως ουδέν ηδύνατο ο Πλήθων να κατορθώση. Οι πλείστοι των λογίων του καιρού εκείνου υπήρξαν ομιληταί του Πλήθωνος, εκ δε των λογίων των καταφυγόντων εις Ιταλίαν άμα τη αλώσει, πολλοί ήσαν οπαδοί των δογμάτων αυτού.