United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον. — Κατά τον καιρό! Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής. — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως βύσσινον ο μαύρος οίνος.

Μια 'μέρα που δεν είξευρα τι διάβολο να κάνω τα δάκρυά μου σε βαθύ εστράγγισα ποτήρι, και μια και δυο 'στόν Χημικό τα 'πήγα Χρηστομάνο και κάνε μου, παρακαλώ, του είπα, το χατήρι να ταναλύσης και να 'βρης πώς είναι καμωμένα, για να μην κλαίω 'στό εξής κι' εγώ εις τα χαμένα, Κι' ο Χημικός μ' απήντησε «αυτά, ξερό κεφάλι, δεν είναι άλλο τίποτε παρά χλωρούχον κάλι».

Πολύ, μα πολύ σωστά τα λέγεις, μου απήντησε. — Πολύ επομένως απέχει, αγαπητέ μου, από του να είναι η &φιλοσοφία πολυμάθεια& και η ενασχόλησις εις τας διαφόρους τέχνας και η αφοσίωσις εις τας επιστήμας.

Μόνον δε, ότε διαρρήδην την ηρώτησεν ούτος αν δεν επεθύμει να νυμφευθή τον Μάχτον, τότε απήντησε ναι, προσθείσα και τον όρον της εκτελέσεως υπεσχημένον παρά του Πλήθωνος, ήτοι την περί της τύχης αυτής εκμυστήρευσιν. Ο φιλόσοφος ανενέωσε την υπόσχεσίν του. Τότε και η Αϊμά επανέλαβεν εκ δευτέρου και εκ τρίτου ότι εδέχετο να νυμφευθή τον Μάχτον.

Ο δικολάβος πονηρός άνθρωπος απήντησε προς την χήραν με κάτι διφορούμενα. Και τότε εκείνη μετέβη παρ' αυτώ και δευτέραν φοράν, φέρουσα ήδη δύο παχείας όρνιθας. Αλλά και πάλιν δεν ηδυνήθη να λάβη σαφή και επαρκή απάντησιν. Διά τούτο ηκούσθη λέγουσα ένα πρωί: — Κρίματες κοττίτσες μου!

Και ο Στάθης έκυπτε και έκυπτε προς την άβυσσον, αφειδών της ιδίας ψυχής του, περιφρονών τον ίλιγγον, προκαλών την σκοτοδίνην, διά να τας ίδη καλλίτερον. Και τα δύο ζωντανά πράγματα ίσταντο και εκάθηντο και έκαμπτον τα γόνατα επί της στενής προβολής του βράχου, και μόνον η μία, η Ψαρή, απήντησε τέλος διά παραπονετικού βελάσματος εις τας προσκλήσεις του κυρίου της.

Άδεται ότι ο ανάδοχος αυτού, κελεύσαντος του ιερέως ίνα προσκαλέση το νήπιον, εν ω ετελείτο το βάπτισμα, απήντησε, Πανώρηα, ως εάν το βαπτιζόμενον ήτο θήλυ. Άλλα νοήσας παραχρήμα το λάθος μετέτρεψε το όνομα αυθαιρέτως εις το Πανουριάς. Εγεννήθη περί τα 1759 εις Ντρέμισαν της Παρνασσίδος και έζησε μέχρι τινος βίον ποιμαντικόν. Ύστερον συνεστράτευσε μετά του Ανδρούτζου και του Καλλιακούδα.

Εάν επομένως ένας ίππος δεν ηξεύρει τους χρησίμους και τους αχρήστους ίππους, είναι δυνατόν πολύ περισσότερον να μάθη τι είναι αυτό το ίδιον; — Όχι, δεν είναι δυνατόν. — Και εάν ένας βους δεν ηξεύρει τους αχρήστους και τους χρησίμους βους, θα δύναται ποτέ να μάθη τι είναι αυτό το ίδιον; — Βεβαίως δεν θα είναι δυνατόν, μου απήντησε. — Και δυνάμεθα να είπωμεν το ίδιον και δι' ένα σκύλλον;

Και απήντησε σχεδόν αμέσως·Όσο γι' αυτό, χάρη μου κάνεις, κυρά. Δεν είνε προκοπή απ' το παιδί. Ουδέ το ψωμί του δεν βγάζει. Ας πάητο καλό.

Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη; — Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα; — Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως! Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα.